Τα Κύθηρα την περίοδο που ιδρύεται το τετρατάξιο Γυμνάσιο (1921) και αργότερα, το 1929, αυτό αναβαθμισμένο ως εξατάξιο, διέθεταν όχι ευκαταφρόνητες υποδομές λειτουργίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Βαθμιαία είχε διαμορφωθεί μια παράδοση αυξημένου σχολικού αλφαβητισμού (εγγραμματοσύνης) των κατοίκων και φοίτησης Κυθηρίων νέων σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κυρίως σε αυτά της Πάδοβας. Οι απαρχές τους ανάγονται στους βενετικούς χρόνους, όπως συνέβαινε και με τα άλλα νησιά του Ιονίου. Έχω αναζητήσει και δημοσιεύσει απογραφικά στοιχεία των Κυθήρων των ετών από το 1828 έως το 1864 ( πίνακας1) αλλά και πίνακες προόδου των σχολείων της Επτανήσου (πίνακες 2 και 3), οπότε παρέχεται η δυνατότητα συγκριτικών αναφορών και διαπιστώσεων όχι μόνον με τα νησιά του Ιονίου αλλά και με άλλες πλησιόχωρες προς τα Κύθηρα ελληνικές περιοχές, κυρίως με την γειτονική Πελοπόννησο.
Με την εισήγηση αυτή ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Λεοντσίνης αναφέρεται σ’ αυτές τις υποδομές και συνθήκες που ενίσχυαν τη διάδοση της παιδείας και της εκπαίδευσης στα Κύθηρα καθώς και σε νοοτροπίες και συμπεριφορές προσώπων και φορέων που, κατά περίπτωση, συνέβαλαν ή πρόβαλαν εμπόδια στην ανέγερση του διδακτηρίου του Γυμνασίου Κυθήρων όπως και στα επιχειρήματα αυτών που εκατέρωθεν προβάλλονταν αναφορικά με το ζήτημα αυτό αλλά και με την προώθηση περαιτέρω ως προτεραιότητα της εκπαίδευσης στον τόπο τους. Η συνολική προσέγγισή του συμβάλλει στην ανάδειξη της νεοελληνικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο που αναφέροται, περίοδο κατά την οποία τόσο στα Επτάνησα όσο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο έχει αρκετά συνειδητοποιηθεί από τον ελληνικό πληθυσμό η ανάγκη εξασφάλισης εκπαιδευτικών υποδομών και επαρκώς καταρτισμένου διδακτικού προσωπικού για να καλύπτεται το όλο και περισσότερο αυξανόμενο ενδιαφέρον του για την εκπαίδευση των νέων.