giorgos-rorris

Τη σπάνια τύχη της παρακολούθησης ενός master class από έναν σπουδαίο ζωγράφο του καιρού μας, τον Γιώργο Ρόρρη, είχαν όσοι παραβρέθηκαν χθες το μεσημέρι στο αίθριο του Μουσείου Γουλανδρή, η καλοκαιρινή έκθεση του οποίου στην Άνδρο θα είναι αφιερωμένη στο έργο του.

«Η έκθεση της Άνδρου μου δίνει την ευκαιρία να δω έργα μου που είχα να τα δω εδώ και τριάντα χρόνια», αποκάλυψε ο ίδιος και όταν ρωτήθηκε πώς είναι να μη βλέπεις έναν πίνακά σου για πάρα πολλά χρόνια, απάντησε αφοπλιστικά «τον φαντάζεσαι, αλλά δεν είναι το ίδιο. Έχω δει παλαιά μου έργα κι έβλεπα εμένα, αλλά με μια άλλη σωματική ακμή, που δεν την έχω πια. Μια άλλη οξύτητα και ακρίβεια της όρασης, που δεν την έχω πια. Πιστεύω πάρα πολύ στη συμμετοχή του σώματος για τη δημιουργία αυτής της τέχνης.

Για μένα, η ζωγραφική είναι σώματος δαπάνη και καταστροφή. Δεν είναι υπόθεση που τελειώνει στη διάνοια, το πνεύμα. Καθώς αυτών θα έχει προηγηθεί μια σωματική βακχεία».

Η έκθεση του Γιώργου Ρόρρη στην Άνδρο, με τίτλο «Η ευγένεια του απέριττου» και διάρκεια από 4 Ιουλίου έως και 3 Οκτωβρίου, ακολουθεί μια αναδρομική προσέγγιση του έργου του, περιλαμβάνοντας σχεδόν 60 πίνακες και σχέδια και επιχειρώντας να ανιχνεύσει την καλλιτεχνική του εξέλιξη μέσα από τρεις ενότητες.

Ο ζωγράφος, με δωρικό, ευθύβολο και συγκινητικό λόγο, αποκάλυψε, κατά τη χθεσινή παρουσίαση, τη φιλοσοφία του για την ίδια την τέχνη του, λέγοντας πως «οι πίνακες που υπάρχουν, εμπεριέχουν αυτούς που προϋπήρξαν. Και αυτοί που προϋπήρξαν, αν είχαμε την οξυδέρκεια να τους δούμε με μεγαλύτερη προσοχή, θα βλέπαμε ότι περικλείουν εν σπέρματι αυτό που πρόκειται να υπάρξει. Όπως συμβαίνει σε κάθε ζωντανό άνθρωπο -που αποτελεί επίκληση αυτού που δεν υπάρχει πια, του προγενέστερου από αυτόν, των προγόνων, των γονέων του, των οποίων η επιρροή ζει μέσα σε αυτόν-, έτσι και στους πίνακες».

Στην έκθεση της Άνδρου, όπως αποκάλυψε ο Γ. Ρόρρης, «κατά έναν περίεργο τρόπο, ο πρώτος πίνακας που θα δούμε, του 1983, με τίτλο ‘Ο Ζωγράφος και το Μοντέλο’, και ο τελευταίος του περασμένου χειμώνα, του 2020, μέσα στην καραντίνα, συνδέονται με αυτήν τη σχέση. Στον πρώτο, μπορεί κανείς να δει καθαρά και εν σπέρματι να ενυπάρχει ο τελευταίος. Κι αυτός ο τελευταίος, θέλω να πιστεύω ότι εμπεριέχει με τη σειρά του εν σπέρματι αυτούς που, αν είναι γραφτό, θα ακολουθήσουν».

Ο ζωγράφος επέμεινε και στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο έργο και τον θεατή. «Έχω παρατηρήσει εκατοντάδων ζωγράφων το έργο. Και αυτή είναι η πορεία μέσω της οποίας ένας πίνακας ζει. Η συνέχεια του πίνακα είναι ο άνθρωπος που τον βλέπει. Χωρίς τον άνθρωπο ο πίνακας είναι μια νεκρή επιφάνεια. Έτσι, κάθε πίνακας έχει τόσες όψεις όσες και οι άνθρωποι που τον βλέπουν, γιατί αυτοί δίνουν την ερμηνεία. Κάποιες πλευρές της ψυχής τους έρχεται και θεραπεύει ή καλύπτει ή παρηγορεί ο πίνακας ή το ποίημα ή το μουσικό έργο», σχολίασε.

«Ζωγραφίζεις μόνος μια εικόνα, την κάνεις για σένα, για να θεραπεύσεις μια έλλειψη, έναν πόνο, μια απουσία, βαθιά και ανεπούλωτη πληγή, την ψυχή σου και αίφνης, μετά από χρόνια, συνειδητοποιείς ότι αυτό που κάνεις, έρχεται μια στιγμή που βλέπεις να ενδιαφέρει και άλλους. Βλέπεις και κάποιοι άλλοι άνθρωποι να συγκινούνται. Και έρχεται μια άλλη στιγμή, όπως τώρα, που τιμάται αυτό που έχεις κάνει κι αυτό είναι πάντα μια μεγάλη έκπληξη» κατέληξε.

Τη σπάνια συστολή και ευγένεια του καλλιτέχνη και ανθρώπου, αποτύπωσε σε μια μικρή ιστορία ο διευθυντής του ιδρύματος και του Μουσείου, Κυριάκος Κουτσομάλλης, όταν, συγκινημένος θυμήθηκε πως μετά την επιστροφή του από το Πράδο, ο Ρόρρης του είχε εξομολογηθεί: «Δεν μπορώ να γίνω ζωγράφος»!

Αναφερόμενη στα έργα, η επιμελήτρια της έκθεσης, Μαρία Κουτσομάλλη, σημείωσε πως «τα έργα του Ρόρρη είναι μάχες, πολύ συχνά θα πετύχουν, άλλες θα αποτύχουν, αλλά εκείνος πάντα προσπαθεί».

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

17 − 11 =