Η «Γαλάζια Πατρίδα» (Mavi Vatan) αποτελεί μια απεικόνιση των φιλοδοξιών του Τουρκικού κράτους, η οποία ομοιάζει περισσότερο με μια τουρκική «Μεγάλη Ιδέα», παρά με ένα σχέδιο ανάκτησης των θαλάσσιων ζωνών και των νησιών που βρίσκονται υπό «ξένη κατοχή» (Ελλάδας και Κύπρου δηλαδή). Στην προσπάθεια ανεύρεσης ενός οράματος, μιας ιδέας που θα έδινε στο εξαντλημένο από τις αλλεπάλληλες επιχειρήσεις στράτευμα τη δύναμη να συνεχίσει και θα τόνωνε το ηθικό οικονομικά και κοινωνικά εξαθλιωμένων πολιτών, η «Γαλάζια Πατρίδα» ήταν και είναι μια ελπίδα.
Όσον αφορά την πολιτική, το νέο αυτό όνειρο αποτέλεσε πολύ χρήσιμο εργαλείο στον προεκλογικό αγώνα του AKP στις γενικές εκλογές του 2018 αλλά και στις βουλευτικές (Ιανουάριος 2018) και προεδρικές (Οκτώβριος 2020) εκλογές του ψευδοκράτους στην Βόρεια Κύπρο, το οποίο αποτελεί, παραδοσιακά, ουραγό του τουρκικού κράτους.
Άλλωστε, η «Γαλάζια Πατρίδα» έρχεται να ενισχύσει τις επιδιώξεις του τουρκικού κράτους στην Ανατολική Μεσόγειο και να δημιουργήσει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο. Ενώ, παράλληλα αφήνει το περιθώριο για την ανάδυση ενός μύθου, ενός αφηγήματος σύμφωνα με το οποίο το Ανατολικό Αιγαίο αποτελεί οθωμανική κληρονομιά, την οποία αδίκως η Τουρκία δεν έλαβε.
Οι δύο βασικοί στόχοι που εξυπηρετεί το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι η κατάδειξη εκείνων των θαλάσσιων περιοχών, οι οποίες πρέπει να βρίσκονται υπό τουρκική κυριαρχία και η δημιουργία μιας θαλάσσιας ιστορίας και ενός πεπρωμένου που πρέπει να εκπληρωθεί.
Αυτή η αντίληψη του «πεπρωμένου» καθώς και η επιχειρηματολογία που προσφέρει αυτό το νέο δόγμα, όπως πλέον αποκαλείται στην Τουρκία, καθιστά την «Γαλάζια Πατρίδα» βασικό εργαλείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο, το οποίο έρχεται να καλύψει τα λογικά «κενά» των τουρκικών επιδιώξεων.
Η γέννηση του οράματος και η μετουσίωσή του σε δόγμα
Ο όρος «Γαλάζια Πατρίδα» αναφέρθηκε πρώτη φορά το 2006 από τον Cem Gürdeniz, πρώην αρχιπλοίαρχο και νυν ναύαρχο ε.α., σε ένα Συνέδριο της Διοίκησης των Τουρκικών Ναυτικών Δυνάμεων με θεματικό άξονα τη Μαύρη Θάλασσα και τη θαλάσσια ασφάλεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε τότε από τον C. Gürdeniz αναφορικά με τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας.
Ο νέος αυτός όρος έκανε την εμφάνισή του για δεύτερη φορά, πιο έντονα το 2011, όταν ο Τούρκος ναύαρχος Cihat Yayci παρουσίασε σειρά χαρτών, οι οποίοι είχαν σχεδιαστεί βάσει των προδιαγραφών της «Γαλάζιας Πατρίδας». Οι χάρτες αυτοί παρουσιάστηκαν επίσημα συνοδεύοντας το κείμενο που κατέθεσε ο Yayci στην Επιθεώρηση Στρατηγικών Ασφαλείας (Güvenlik Stratejileri Dergisi).
Το 2019 ο Gürdeniz επανήλθε με τον όρο αυτό, σε εμφάνισή του στην τουρκική τηλεόραση, αναφερόμενος στο status quo του Αιγαίου. Τονίζοντας την σημασία της «Γαλάζιας Πατρίδας» ανέφερε πως η Ελλάδα λανθασμένα κυριαρχεί στο Αιγαίο και πως δικαιούται να νησιά που υπάγονται στην κυριαρχία της.
Αν θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Gürdeniz ήταν ο εμπνευστής αυτού του οράματος, τότε ο θεμελιωτής του θα λέγαμε πως είναι ο καθηγητής Çağrı Erhan. Ο Erhan δημοσίευσε άρθρο του σε τουρκική εφημερίδα με τίτλο «Η στρατηγική της Μεσογείου» (Akdeniz stratejisi) τον Φεβρουάριο του 2019, λίγο μετά από τις δηλώσεις του Gürdeniz στην τουρκική τηλεόραση.
Στο άρθρο αυτό, ο γράφων κάνει μια προσπάθεια αφύπνισης του πατριωτικού αισθήματος των αναγνωστών, τονίζοντας μάλιστα πως μέχρι τώρα η λέξη πατρίδα «vatan» ήταν λανθασμένα συνδεδεμένη με το χερσαίο (μόνο) έδαφος καθώς όπως αναφέρει «ξεχάσαμε πως αυτή η πολύτιμη χώρα που περιβάλλεται από θάλασσα σε τρείς πλευρές της ταυτοχρόνως, είναι και μία Γαλάζια Πατρίδα».
Παρόλο, λοιπόν, που το όραμα αυτό έμεινε για πάνω από μια δεκαετία στο συρτάρι, παρατηρούμε πως επιστρέφει δυναμικά τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, το βλέπουμε να μετουσιώνεται σε «δόγμα» (όπως προσδιορίζεται πλέον στα τουρκικά «doktrin») και να υιοθετείται από την τουρκική κυβέρνηση ως ανεπίσημη κρατική οπτική της πραγματικότητας του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου εν γένει. Άλλωστε, το κυβερνών κόμμα έχει «αγκαλιάσει» ανοιχτά αυτό το αφήγημα, αφού όλες οι διεκδικήσεις του στο Αιγαίο αποτελούν «γαλάζια εδάφη».
Ποια είναι τα «γαλάζια» εδάφη;
Στην «Γαλάζια Πατρίδα», λοιπόν, περιλαμβάνεται πλήθος ελληνικών θαλάσσιων ζωνών, νησιών, νησίδων και βράχων. Σύμφωνα με τον χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας», τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας στα δυτικά φτάνουν μέχρι τη μέση περίπου του Αιγαίου Πελάγους, στον βορρά (Μαύρη Θάλασσα) είναι σχεδόν τα ίδια με τα υφιστάμενα, ενώ στο νότο περικλείει σχεδόν όλη την Κύπρο πλην της νότιας πλευράς του νησιού.
Τα ελληνικά νησιά που περιλαμβάνονται στις «γαλάζιες» περιοχές της Τουρκίας είναι περίπου 153 (σε αυτό τον αριθμό εμπεριέχονται και βράχοι και βραχονησίδες) ενώ συνολικά τα γαλάζια εδάφη φτάνουν τα 462.000 τετραγωνικά χλμ. και εκτείνονται σε τρεις θάλασσες (στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Μαύρη Θάλασσα).
Το κύριο επιχείρημα για την «τουρκική ταυτότητα αυτών των νησιών», όπως ανέφερε και στην συνέντευξή του ο Gürdeniz είναι το γεγονός ότι δεν παραχωρήθηκαν με συνθήκη (στην οποία να αναφέρεται ρητά και λεπτομερώς το καθεστώς του κάθε νησιού – η μεταβίβαση) στο ελληνικό κράτος και συνεπώς θα έπρεπε να ανήκουν στην Τουρκία ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ενώ όσον αφορά τη μη προβολή από την Τουρκία του εν λόγω επιχειρήματος στο παρελθόν, ο Gürdeniz υποστήριξε πως η μη μεταφορά του ζητήματος των ελληνικών «παραβάσεων» στην Συνέλευση του ΟΗΕ και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν συνεπάγεται την αποδοχή του υπάρχοντος καθεστώτος.
Αναφορικά με το εν λόγω τουρκικό επιχείρημα θα ήθελα να παραθέσω αυτούσιο το 12ο άρθρο της Συνθήκης της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923):
«Άρθρον 12. Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούνται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν».
Είναι πασιφανές λοιπόν, πως υπάρχει πρόβλεψη για τα νησιά του Αιγαίου στην εν λόγω συνθήκη και δη για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Αναφέρεται μάλιστα ρητά πως οι μόνες εξαιρέσεις είναι η Ίμβρος, η Τένεδος και οι Λαγούσες νήσοι και όσα νησιά, βραχονησίδες και βράχοι βρίσκονται σε απόσταση έως 3 ν.μ. από τις ασιατικές (τουρκικές) ακτές. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λωζάνης υπεγράφη από την Τουρκία και όχι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρόλο που η επίσημη ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας (29/10/1923) έλαβε χώρα μερικούς μήνες μετά την σύναψη της συνθήκης.
Επίσης, επιστρέφοντας στο ζήτημα του «Mavi Vatan», αξίζει να ειπωθεί πως πέραν των νησιών, των βραχονησίδων και των θαλάσσιων διαδρομών που διεκδικεί η Τουρκία, στηριζόμενη στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», αμφισβητεί και πάλι την ελληνική και κυπριακή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στους φυσικούς ενεργειακούς πόρους του Αιγαίου Πελάγους και της Ανατολικής Μεσογείου. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια η τουρκική κυβέρνηση έχει επενδύσει υπέρογκα ποσά στην αγορά κατάλληλου εξοπλισμού για έρευνα και εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων.
Συνεπώς, δεν είναι τυχαία, ούτε ανεξήγητη η συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, ιδίως τα τελευταία χρόνια που προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση της ως περιφερειακή δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής.
Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» αποτελεί για την Τουρκία μια ακόμη πρόφαση για έρευνες στο Αιγαίο, ενώ παράλληλα προσφέρει μια πιο «συναισθηματική εξήγηση» στον τουρκικό λαό για την εξωτερική της πολιτική, καθώς η «Γαλάζια Πατρίδα» συχνά προωθείται από την τουρκική κυβέρνηση σαν οθωμανική κληρονομιά-χρέος για την «νέα» Τουρκία και τους απογόνους των Οθωμανών.
Της Ηλέκτρας Νησίδου, Μεταπτυχιακής φοιτήτριας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.