«Η κυβέρνηση δεν αποποιείται τις δικές της ευθύνες, ούτε κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Υπήρχε ένα ζήτημα συντονισμού του κεντρικού κράτους με τους δήμους, με την αυτοδιοίκηση, με τον ιδιωτικό τομέα, που είχε ως αποτέλεσμα να μην φτάσουμε στο επίπεδο αντίδρασης που θέλαμε, για να μην ταλαιπωρηθεί ο κόσμος, κυρίως οι εγκλωβισμένοι στην Αττική Οδό, όπου εκεί ήταν το μεγάλο, το κεντρικό πρόβλημα αυτής της χιονόπτωσης και οι άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν με τη διακοπή της ηλεκτροδότησης», ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου σε τηλεοπτική συνέντευξή του στο δελτίο ειδήσεων του STAR.
Τόνισε ότι «καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια έτσι ώστε να φτάσει το ρεύμα και στα τελευταία σπίτια. Είχαμε περίπου 200.000 διακοπές τη Δευτέρα το βράδυ, μένουν λιγότερες από 2.000 με 3.000 σήμερα. Μέχρι να φτάσει το ρεύμα και στο τελευταίο σπίτι, δεν θα σταματήσουν τα συνεργεία του ΔΕΔΔΗΕ.
Επεξεργάζεται ο ΔΕΔΔΗΕ σχέδιο για αποζημιώσεις και προς τους ανθρώπους που τους κόπηκε το ρεύμα, αλλά και για ένα μόνιμο μηχανισμό αποζημιώσεων. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση θα ανακοινωθεί, το επόμενο διάστημα, ένα μοντέλο από το αρμόδιο υπουργείο ή από τον αρμόδιο οργανισμό».
«Ο συντονισμός δεν ήταν αυτός που θα μας επέτρεπε να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλαμε».
Όπως είπε ο κ. Οικονόμου, «όλος ο μηχανισμός των δήμων πρέπει να κάνει ό,τι καλύτερο περνάει από το χέρι του για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και τις δυσχέρειες που υπάρχουν τώρα. Σε όλα τα επίπεδα, όπως και σε αυτό του κεντρικού κράτους, αλλά και στους δήμους, πρέπει να αξιολογήσουν οι πάντες τι δεν δούλεψε σωστά, γιατί δεν δούλεψε σωστά.
Ο συντονισμός δεν ήταν αυτός που θα μας επέτρεπε να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλαμε. Κάνουμε μια τεράστια προσπάθεια τα τελευταία χρόνια, για να δημιουργήσουμε έναν μηχανισμό και υποδομές, που να αντέχει και να ανταπεξέρχεται. Δεν είμαστε ακόμη εκεί. Θα συνεχίσουμε αυτήν την προσπάθεια. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να είναι κατανοητό ότι, όταν έχουμε φαινόμενα τέτοιας έντασης, είναι περίπου αδύνατον να μην υπάρχουν προβλήματα, να μην υπάρχουν αρρυθμίες. Δεν αποτελεί δικαιολογία αυτό. Ίσα-ίσα αποτελεί πρόκληση να συνεχίσουμε την προσπάθεια όλοι και για τον καλύτερο συντονισμό και για την πιο ουσιαστική αντιμετώπιση».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως «η συζήτηση για το πινγκ-πονγκ ευθυνών είναι άχαρη, όταν εξακολουθεί να υπάρχει κόσμος που ταλαιπωρείται. Η δημιουργία του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης-Πολιτικής Προστασίας ήταν μια εύστοχη επιλογή, ακριβώς για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε με πολύ καλύτερο τρόπο απέναντι στα φαινόμενα αυτά. Στηρίζουμε αυτή την προσπάθεια».
Απαντώντας πάντως σε σχετική ερώτηση, ανέφερε ότι «προφανώς και εξακολουθεί να έχει την εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού ο κ. Στυλιανίδης. Δεν φτάσαμε στο επίπεδο ανταπόκρισης που θέλαμε. Προφανώς ο πήχης των απαιτήσεων είναι πολύ ψηλότερα. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι δεν θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε. Η κυβέρνηση έχει το ειδικό ηθικό και πολιτικό βάρος για να κάνει όλα αυτά που απαιτούνται προκειμένου να διαχειριστεί τις δυσχέρειες και τις αδυναμίες και κάθε φορά να είμαστε καλύτεροι και στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, αλλά και πιο γρήγοροι, πιο ουσιαστικοί και πιο αποτελεσματικοί».
«Ταλαιπωρήθηκαν άνθρωποι, πρέπει να αποζημιωθούν»
Όσον αφορά τις αποζημιώσεις από την «Αττική Οδό», ο κ. Οικονόμου ανέφερε ότι «με πρωτοβουλία του υπουργείου Υποδομών, έγινε μία σύσκεψη με την ‘Αττική Οδό’, προκειμένου να τρέξει γρήγορα αυτό που κατ’ απαίτηση του πρωθυπουργού ανακοινώθηκε, δηλαδή να αποζημιωθούν οι άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν. Οι λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν το επόμενο διάστημα. Αυτό που μας αφορά είναι πολύ γρήγορα να τρέξει αυτή η δέσμευση της εταιρείας, να αποζημιωθούν οι άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από τον ιδιωτικό φορέα που διαχειρίζεται μία υποδομή, πάντοτε μέσα σε ένα πλαίσιο τέτοιο ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ποιοι είναι αυτοί που το δικαιούνται, ποιοι είναι αυτοί που ταλαιπωρήθηκαν και πώς ακριβώς θα γίνει η κατανομή.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να τηρηθεί το πνεύμα και η ουσία αυτής της αποζημίωσης. Ταλαιπωρήθηκαν άνθρωποι, πρέπει να αποζημιωθούν. Προφανώς αυτό δεν αναιρεί το δικαίωμα των ανθρώπων να προσφύγουν και να διεκδικήσουν ότι περισσότερο και παραπάνω μπορούν», πρόσθεσε ο κ. Οικονόμου.
Η πρόταση δυσπιστίας «είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να γίνει μια μεγάλη και ανοιχτή συζήτηση»
Μιλώντας για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε πως: «Η πρόταση του κ. Τσίπρα ήταν απολύτως αναμενόμενη. Είναι μια κίνηση ευθέως συνδεδεμένη με την εντεινόμενη πολιτική του απαξίωση, εξαιτίας του είδους και του ύφους της αντιπολίτευσης που έχει ο ίδιος επιλέξει. Παρά όλα αυτά, είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να γίνει μια μεγάλη και ανοιχτή συζήτηση, για να ακούσουν οι πολίτες για την οικονομία, για τη θωράκιση της χώρας, για τις θέσεις εργασίας, για το κράτος δικαίου, για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, για τις επιδόσεις αυτής της κυβέρνησης σε μια σειρά από ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή τους. Για τους πολίτες που βρίσκουν δουλειά, που πληρώνουν λιγότερο ΕΝΦΙΑ, που αντιμετωπίζουν μικρότερη γραφειοκρατία, που δεν νιώθουν την αγωνία άτακτων εισβολών από πρόσφυγες στα νησιά και στον Έβρο. Ταυτόχρονα, θα θυμηθούν τι κόμμα ήταν και τι κόμμα εξακολουθεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα είναι, λοιπόν, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ειπωθούν τα πράγματα για την πορεία της χώρας το τελευταίο διάστημα και ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του».
Όσο αφορά δε στη στάση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο κ. Οικονόμου ανέφερε πως «ο κ. Ανδρουλάκης από όσα λίγα έχουμε ακούσει μέχρι στιγμής, καταλαβαίνουμε όλοι ότι είναι ένας ευγενής άνθρωπος, που έχει, όμως, μια εξαιρετικά επιδερμική προσέγγιση γύρω από βασικά ζητούμενα. Χωρίς ουσιαστική αναφορά σε λύσεις και σε προτάσεις που μπορούν ρεαλιστικά να εφαρμοστούν σε ένα διεθνές περιβάλλον δύσκολο και να αντιμετωπίσουν προκλήσεις και προβλήματα που βάζουν οι αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις με τις οποίες είμαστε αντιμέτωποι ως χώρα και ως κοινωνία. Και από την άλλη, τον ακούσαμε να λέει ότι από τη μια θα υπερψηφίσει την πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ – προφανώς γιατί έχει αποφασίσει να στρίψει αρκετά αριστερά – από την άλλη όμως δεν ζητάει εκλογές διότι πιστεύει ότι δεν είναι εφικτό να γίνουν μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Αυτά τα δύο ακούγονται κάπως αντιφατικά. Ψηφίζει να πέσει μια κυβέρνηση, χωρίς όμως να θέλει να ακολουθήσουν εκλογές».