«Μα ποιος ήταν αυτός ο Φριτς Λανγκ;». Αυτή είναι μία από τις απορίες των νέων κινηματογραφόφιλων συναντώντας το όνομα του ιδιοφυούς Αυστριακού σκηνοθέτη, ως σημείο αναφοράς στο σύγχρονο κινηματογράφο, σε ταινίες παντός είδους, που γυρίζονται ανελλιπώς μέχρι και σήμερα.
Ο Φριτς Λανγκ, βασικός εκπρόσωπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού στον κινηματογράφο, μαζί με τον Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες, που μεγαλούργησε για πολλά χρόνια και ειδικά στη γερμανική εποχή του και άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην 7η Τέχνη, δημιουργώντας μία αξεπέραστη σχολή.
Ο εξπρεσιονισμός στο σινεμά
Το κινηματογραφικό κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού θα έχει, όσο υπάρχουν άνθρωποι, η τρέλα της εξουσίας, η χειραγώγηση του πλήθους, οι ιδεολογίες του μίσους. Κι αυτό διότι δεν είναι απλώς ένα κινηματογραφικό ύφος, μια τεχνική, αλλά μία βαθιά ματιά στην ιστορία της Ευρώπης, που πηγάζει από τον ερχομό του Χίτλερ στη Γερμανία, του μακάβριου, του δυσοίωνου, σε συνδυασμό με τον σουρεαλισμό.
Τα βασικά της χαρακτηριστικά, όπως τα διαμόρφωσαν oi Λανγκ – Μουρνάου, συνοψίζονται στα παραμορφωμένα σκηνικά, την ανισορροπία, τη λανθάνουσα προοπτική, τις έντονες φωτοσκιάσεις, τα φορτωμένα πλάνα με πληροφορίες, με τις λεπτομέρειες να έχουν την αξία τους και να σηματοδοτούν την ψυχική αστάθεια ή την αγωνία του πρωταγωνιστή.
Η χρυσή περίοδος
Ο Φριτς Λανγκ γεννήθηκε πριν 130 χρόνια στη Βιέννη (5 Δεκεμβρίου του 1890). Σπούδασε πολιτικός μηχανικός, αλλά γρήγορα στράφηκε προς τη ζωγραφική. Για πέντε χρόνια (1910-1914) ταξίδεψε σε Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική, ενώ με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψε στη Βιέννη για να καταταχθεί στον στρατό. Το 1916 θα τραυματιστεί σοβαρά και κατά την ανάρρωσή του θα αρχίσει να γράφει σενάρια.
Αφού ξεπεράσει τα προβλήματα υγείας και τις νευρικές διαταραχές από τους βομβαρδισμούς, θα δουλέψει λίγο ως ηθοποιός, στη συνέχεια ως σεναριογράφος, για να στραφεί τελικά στη σκηνοθεσία και να συνεργαστεί με εταιρείες όπως η “UFA” και η “Nero Film”, χωρίς, ωστόσο, να αφήσει τη συγγραφή σεναρίων.
Με την ηθοποιό Τέα φον Χάρμπου έγραψε μερικά από τα πιο εμβληματικά σενάρια της σταδιοδρομίας του, όπως “Dr. Mabuse der Spieler” (1922), “Die Nibelungen” (1924), “Οι Ιππότες της Ομίχλης” (1924) “Metropolis” (1927), και “Μ” (1931).
Είναι η χρυσή περίοδος για τον ίδιο και το έργο του, καθώς θα αναδείξει με μεγαλοπρέπεια την εγκληματική φύση, το πεπρωμένο, το σκοτεινό βάθος της ανθρωπότητας, αλλά και θα προφητέψει το αποτρόπαιο μέλλον του ναζισμού, του φασισμού, ακόμη και όλων αυτών που θα εξαντλήσουν τα όρια της εξουσίας, της τρέλας, του μίσους.
Ξεφεύγοντας από την “αγκαλιά” του Γκέμπελς
Με την Τέα φον Χάρμπου θα παντρευτούν το 1922 για να χωρίσουν το 1933. Τη χρονιά που το Γ’ Ράιχ θα απαγορεύσει την προβολή της ταινίας του “Testament des Dr. Mabuse”, αλλά ταυτόχρονα ο Γιόζεφ Γκέμπελς θα του προτείνει τη θέση του διευθυντή του Γερμανικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου, δηλαδή την καρδιά της γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Ο αρχηγός της ναζιστικής προπαγάνδας γοητευμένος από τη δύναμη των φιλμ του Λανγκ, το μεγαλείο των εικόνων και το φουτουριστικό ύφος, είχε πρόβλημα μόνο με τα μηνύματα και τα θέματα των ταινιών του, πιστεύοντας ότι αυτά μπορούν να διορθωθούν, όπως και οι ατέλειες του ανθρώπινου είδους…. Φυσικά, ο Λανγκ αρνήθηκε και δεν είχε άλλη επιλογή από το να διαφύγει στο Παρίσι κι ένα χρόνο αργότερα να φτάσει στις ΗΠΑ.
Η αμερικανική περίοδος
Το 1936, στο Χόλιγουντ πια, θα υπογράψει συμβόλαιο με την MGM και τα επόμενα 20 χρόνια θα σκηνοθετήσει αρκετές ταινίες- ανάμεσά τους και τα εξαιρετικά φιλμ νουάρ “Το Ανθρώπινο Κτήνος” (1954), με Γκλεν Φορντ και Γκλόρια Γκράχαμ, “Η Μεγάλη Κάψα” (1953) με το ίδιο πρωταγωνιστικό δίδυμο, “Τα Ίχνη Ήταν Ψεύτικα” (1956) με Τζέιν Φοντέιν και Ντάνα Άντριους, “Νέμεσις”(1936) με Σπένσερ Τρέισι, “Ενώ η Πόλη Κοιμάται” (1956) με Ντάνα Άντριους, Βίνσεντ Πράις, Άιντα Λουπίνο, Τζορτζ Σάντερς, “Η Γαλάζια Γαρδένια” (1954) με Αν Μπάξτερ, Ρίτσαρντ Κόντε. Επίσης, συναρπαστικά ερωτικά δράματα όπως “Η Σκύλα” (1945) με Τζόαν Μπένετ και Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον, “Η Γυναίκα της Βιτρίνας” (1944) και πάλι με Μπένετ και Ρόμπινσον, αλλά και κατασκοπικά αντιναζιστικά φιλμ με χαρακτηριστικότερα “Αγάπη στη Σκιά του Φόβου” (1944), με Ρέι Μίλαντ και Μάρτζορι Ρέινολντς, “Και οι Δήμιοι Πεθαίνουν” (1943), με Άννα Λι, Μπράιαν Ντόνλεβ, Γουόλτερ Μπρέναν και “Ανθρωποκυνηγητό” (1941), με Ουόλτερ Πίντζεον, Τζόαν Μπένετ, Τζορτζ Σάντερς και Τζον Καραντάιν.
Θα γυρίσει όμως και έξοχες ρομαντικές περιπέτειες, όπως “Ο Τάφος του Ινδού” (1959), “Η Βασίλισσα της Βαγδάτης” (1959), “Σειρήνα του Καμπαρέ” (1952) με Μάρλεν Ντίντριχ κ.ά,, καθώς και γουέστερν με πιο γνωστό το “Ματωμένη Χαραυγή”, με τον Ράντολφ Σκοτ.
Το άδοξο τέλος
Το 1963 θα παίξει ένα χαρακτηριστικό ρόλο, διασκεδάζοντας αφάνταστα ερμηνεύοντας ουσιαστικά τον… εαυτό του, στην περίφημη ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ “Η Περιφρόνηση” δίπλα στους Μισέλ Πικολί και Μπριζίτ Μπαρντό. Τον επόμενο χρόνο, σχεδόν τυφλός θα είναι ο πρόεδρος του φεστιβάλ των Καννών. Ο τελειομανής και δύσκολος χαρακτήρας δεν είχε πλέον ανάγκη τα μάτια του. Ο κινηματογράφος πλέον είχε διεισδύσει σε κάθε κομμάτι του σώματός του. Από το δέρμα, στα νεύρα, στις αρτηρίες και κατευθείαν στο μυαλό και στην καρδιά.
Θα πεθάνει ήσυχα στην Καλιφόρνια το 1976 από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε στο Χόλιγουντ Χιλς, χωρίς ιδιαίτερες τιμές. Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια για να αναγνωριστεί η προσφορά του, κυρίως από τα διάσημα Cahiers du cinéma και τους Φρανσουά Τριφό και Ζακ Ριβέτ. Αν δεν ήταν αλήθεια θα ήταν ακόμη μια μαύρη, πικρή κωμωδία…