Πολλοί αναρωτιούνται τι θα είχε καταφέρει η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου εάν ήταν «φυσιολογική» γυναίκα. Πού θα έφτανε ο μύθος της και πόσο ξακουστό θα γινόταν το όνομά της. Την απάντηση την είχε δώσει κάποτε η ίδια, εξηγώντας τα κίνητρα που ωθούσαν τα χέρια της να κινήσουν το μολύβι πάνω σε ένα (συχνά τσαλακωμένο) κομμάτι χαρτί.
«Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις και οι δικές μου είναι πολύ πικρές», είχε πει η Ευτυχία, η ζωή της οποίας μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη, σε μια ελληνική ταινία που είναι μεν σπουδαία, αλλά όχι αψεγάδιαστη, όπως άλλωστε ισχύει και για την κεντρική ηρωίδα της.
Εδώ που τα λέμε κιόλας κάθε τι «φυσιολογικό» θα ήταν απλά ακόμα ένα εμπόδιο για εκείνη. Κάτι που θα έμπλεκε στα πόδια της, ενοχλητικό και βαρετό. Σαν τις μοίρες των γυναικών της εποχής της, των οποίων ο κύκλος εξαντλούνταν σε έναν «καλό» (δηλαδή συμβατικό) γάμο, εκπλήρωση συζυγικών υποχρεώσεων και βάσανο το πώς θα υπηρετήσουν τον άντρα τους ή θα καλοπαντρέψουν τα παιδιά τους.
Η Ευτυχία ήταν χαρισματική και αυτοκαταστροφική. Σε τεράστιες δόσεις. Τόσο μεγάλες που είναι αδύνατο να τις αντιληφθούμε οι υπόλοιποι. Εμείς, οι «άλλοι», που ψάχνουμε το μεγαλείο στα μικρά και στα ασήμαντα και ταΐζουμε τους εαυτούς μας με τα ψίχουλα ψευδαισθήσεων μεγαλείου που μας… χαρίζει η απλή καθημερινότητά μας.
Ήταν αγία; Ούτε λόγος…
Ήταν, όμως, η Ευτυχία. Η Ευτυχία που άλλαζε ονόματα και τόπους κατοικίας, μα όχι τα πάθη και τα λάθη της, συμβιβαζόμενη μονάχα με ένα πράγμα. Με τον εαυτό της και τα χούγια της. Με όσα είχαν διαμορφώσει την μποέμ προσωπικότητά της.
Θα μου πεις, αφού ήταν τόσο σπουδαία και τρανή, γιατί οι περισσότεροι την μάθανε μέσα από μια ταινία; Την απάντηση ξανά την είχε δώσει η ίδια όταν με μια χαρακτηριστική κίνηση του χεριού προς τα γεννητικά όργανά της, είπε «στα τέτοια μου» μιλώντας στον Τσιτσάνη ο οποίος μόλις είχε αγοράσει για κάνα δυο κατοστάρικα τα «Καβουράκια» κι αναρωτήθηκε πώς γίνεται να μην ενδιαφέρεται κάποιος για την υστεροφημία του…
Τα συρτάρια, οι κασέλες και τα μπαούλα της ήταν γεμάτα θησαυρούς. Όχι από εκείνους που θάβουν οι πειρατές σε απομακρυσμένα νησιά. Αλλά από αυτούς που αβίαστα, δίχως δεύτερες σκέψεις, αναγνώσεις κι επιμέλεια μπορούσε εκείνη να γεννήσει μέσα σε λεπτά. «Πόσα σου χρωστάω»; « Τόσα». «Πάρε ετούτο το τραγούδι»… Αυτός ο διάλογος επαναλήφθηκε άπειρες φορές. Τόσες όσες κι αυτές που η Ευτυχία επέστρεφε στην τσόχα, στον τζόγο. Στο άσβηστο πάθος της για ζάρια και χαρτιά. Στην ανάγκη της να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους με την ίδια ακόρεστη «πείνα», με τις ίδιες αυτοκαταστροφικές συνήθειες και ανάλογη αδιαφορία για το «τι θα πει ο κόσμος».
Ποιος κόσμος; Αυτός της Ελλάδας μετά την Μικρασιατική καταστροφή; Αυτός της Κατοχής και του Εμφυλίου; Ποιος κόσμος, τώρα… Σιγά τον τέλειο και αρμονικά πλασμένο κόσμο… Αυτό δεν τον γνώρισε ποτέ. Ή μάλλον, όταν τελικά τον γνώρισε, αποφάσισε συνειδητά να του γυρίσει την πλάτη, αφού πρώτα τον χρησιμοποιούσε να βγάλει μεροκάματο μέσα από τους στίχους της.
Άλλοι θα σκότωναν για να μπορέσουν να της μοιάσουν στο μικρό της δαχτυλάκι. Θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάολο για να σκαρώσουν ένα από τα κουπλέ ή τα ρεφρέν της. Ποιος ξέρει τι είδους συμφωνία είχε κάνει η Ευτυχία με τον Θεό και τους δαίμονές της, για να μπορέσει να ισορροπήσει την ζωή της μεταξύ του ρεαλισμού της επιβίωσης και του ονείρου για ένα καλύτερο μέλλον…
Μονίμως μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, δίχως την παραμικρή διάθεση για απολογίες κι εξηγήσεις. Κάθε ρουφηξιά κι έμπνευση. Κάθε τζούρα και στίχος. Κάθε τραγούδι και σουξέ. Και κάθε σουξέ, τελικά να μένει αθάνατο και να μετατρέπεται σε ύμνο της αφτιασίδωτης, μη επιτηδευμένης, γνήσιας λαϊκότητας που σπάνια συναντάς σε άνθρωπο. Κι όταν αυτό συμβαίνει, γίνεται μόνο όταν αυτός έχει σπάσει τα καλούπια στα οποία η ζωή και η κοινωνία προόριζε τον περιορισμό του…