Μπορεί κάποιος να βρίσκει τον τίτλο της ανοιχτής επιστολής προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους κ.κ. Σταϊκούρα και Γεωργιάδη κάπως δραματοποιημένο και υπερβολικό αλλά από το ρεπορτάζ προκύπτει, ότι το «Εστίαση, ώρα Μηδέν!» ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις του κλάδου, ως αποτέλεσμα των κυβερνητικών επιλογών αλλά και στρεβλώσεων πολλών ετών.
Τί καταλογίζουν οι επιχειρηματίες του «Κύκλου Επαγγελματιών Εστίασης» στην κυβέρνηση;
► Πρώτον, ότι ενώ τις κράτησε για πολλούς μήνες υποχρεωτικά κλειστές, τις υποχρέωσε να λάβουν δάνεια στο πλαίσιο της στήριξης αντί για 100% επιδοτήσεις. Υπενθυμίζεται, ότι οι επιστρεπτέες προκαταβολές 1,2,3 ήταν αποκλειστικά δάνεια και οι 4,5,6 ήταν 50% δάνειο και 50% επιδότηση, εφόσον τηρηθούν κάποιοι όροι. Δηλαδή, κάθε επιχείρηση, προκειμένου να υποστηριχθεί οικονομικά για να ανταπεξέλθει στα τεράστιας διάρκειας lockdown, έπρεπε απαραίτητα και να βάλει χρέη στην πλάτη της.
► Δεύτερον, ότι ενώ ενώ τις κράτησε για πολλούς μήνες υποχρεωτικά κλειστές, δεν απαλλάσσει τους ιδιοκτήτες τους από το τέλος επιτηδεύματος για τις χρονιές 2020 και 2021, δηλαδή ένα ποσό 1.300 ευρώ.
► Τρίτον, ότι ενώ η εστίαση λειτουργεί με περιορισμούς (μουσικής, ποσόστωση και αποστάσεις πελατών κτλ), δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί αν οι επιχειρήσεις για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο θα συνεχίσουν να μην πληρώνουν ενοίκιο για το ακίνητο που μισθώνουν και θα μπορούν να κρατούν υπαλλήλους στο καθεστώς της αναστολής.
► Τέταρτον, ότι ενώ υπήρχε εξαγγελία για παροχή κεφαλαίου επανεκκίνησης ίσο με το 7% του τζίρου του 2019, αυτό τελικά μοιράστηκε σε πολύ λίγες επιχειρήσεις που πληρούσαν μια σειρά από «δύσκολα» κριτήρια. Σύμφωνα με πληροφορίες, έλαβαν τη συγκεκριμένη ενίσχυση 1.700 από τις συνολικά 87.000 επιχειρήσεις εστίασης πανελλαδικά.
► Πέμπτον, ότι ενώ ο κλάδος, και ειδικά όσες επιχειρήσεις δε διαθέτουν πολλά τραπεζοκαθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πασχίζει να μείνει ζωντανός, ο ΕΦΚΑ έχει ήδη ξεκινήσει να μπλοκάρει επιχειρηματικούς τραπεζικούς λογαριασμούς για απλήρωτες εισφορές.
Ο Κύκλος Επαγγελματιών Εστίασης, επικαλούμενος την κρισιμότητα της κατάστασης και τα μεγέθη των ζημιών που έχουν υποστεί οι επιχειρήσεις μέσα στην πανδημία, ζητά Δικαιοστάσιο, δηλαδή πάγωμα της εφαρμογής καταδικαστικών αποφάσεων για τις επιχειρήσεις που έχουν θιγεί. Ζητά επίσης ρυθμίσεις ή και διαγραφές χρεών, χρέη πολλά από τα οποία, βλ.δημοτικά τέλη για τραπεζοκαθίσματα, συσσωρεύτηκαν με τις επιχειρήσεις κλειστές.
Αυτά λένε οι επιχειρηματίες του Κύκλου Επαγγελματιών Εστίασης, που μάλιστα πραγματοποίησαν συνέντευξη τύπου το μεσημέρι της Παρασκευής 23 Ιουλίου, σε καφέ πάνω στην πλατεία Καρύτση.
Τί λέει η κυβέρνηση… ανεπισήμως;
Επισήμως, η κυβέρνηση διαλαλεί σε όλους τους τόνους πως έχει δαπανήσει μεγάλα ποσά για τη στήριξη της εστίασης, ισχυρισμός που σε ένα βαθμό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κάλυψη κάποιων ενοικίων, μέρος των επιστρεπτέων θα δοθεί ως επιδότηση, επιδόματα ειδικού σκοπού στους εργαζόμενους και τελευταία αυτό το κεφάλαιο επανεκκίνησης που βέβαια δίδεται μέσω ΕΣΠΑ.
Εδώ μπαίνουν οι ενστάσεις του Κύκλου Επαγγελματιών Εστίασης. Γιατί οι επιδοτήσεις έπρεπε να συνοδεύονται απαραίτητα από δάνεια, γιατί τα ποσά των επιστρεπτέων ήταν τόσο χαμηλά για πολλές επιχειρήσεις ή πολλές έμειναν εκτός και γιατί δεν ρυθμίζονται τα χρέη; Επίσης, γιατί σε αυτό το κεφάλαιο επανεκκίνησης έχουν πρόσβαση τόσο λίγες επιχειρήσεις;
Σαφείς απαντήσεις στα παραπάνω δεν έχει δώσει η κυβέρνηση, πέρα από την επίκληση στο πεπερασμένο των διαθέσιμων πόρων. Ανεπίσημα όμως, κυβερνητικοί παράγοντες κατηγορούν επιχειρηματίες εστίασης ότι δεν έλαβαν περισσότερα χρήματα μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών και πως κόβονται από το κεφάλαιο επανεκκίνησης επειδή όλο το προηγούμενο διάστημα φοροδιεύφευγαν. Επειδή έκοβαν πολύ λιγότερες αποδείξεις από τον πραγματικό τους τζιρο.
Είναι αλήθεια αυτό; Ναι, είναι αλήθεια. Πάρα πολλές επιχειρήσεις, κάποιες για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, κάποιες επειδή διαφορετικά δε θα ήταν βιώσιμες, «κόβουν» λιγότερα απ’ ό, τι πωλούν. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, αυτό γίνεται εν γνώσει των πελατών που εκτιμούν περισσότερο ένα ωραίο κέρασμα ή ένα γερό «ψαλίδι» στον λογαριασμό, παρά την νόμιμη φορολογική συμπεριφορά. Εξάλλου, οι αποδείξεις από επιχειρήσεις εστίασης δεν εκπίπτουν από πουθενά.
Σε κοινωνικό, ανθρώπινο επίπεδο, η εφαρμογή αυτής της πρακτικής, συχνά δημιουργεί σχέσεις θαλπωρής και εμπιστοσύνης πελάτη-θαμώνα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν συνδυάσει τις νομοταγείς επιχειρήσεις εστίασης με ψυχρούς μεγάλους χώρους που δεν στηρίζονται σε συχνούς και καλούς πελάτες αλλά σε περαστικούς. Ο παράγοντας αυτός βεβαίως δεν μπορεί να καθιστά την φοροαποφυγή μια πρακτική αποδεκτή από το Κράτος.
Έχει λοιπόν ευθύνη το Κράτος για την κατάσταση αυτή; Φυσικά και έχει. Όλες οι κυβερνήσεις γνώριζαν και δεν έλυσαν το πρόβλημα, μια κακή πρακτική δεκαετιών. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, που, με το μολύβι στο αυτί, φέρνει στο τέλος το δελτίο παραγγελίας αντί για απόδειξη και ο μπάρμαν που χρεώνει τη δεύτερη γύρα από σφηνάκια στη μισή τιμή, είναι καταστάσεις λίγο έως πολύ γνώριμες σε όλους τους Έλληνες. Πέρα από τους συχνότερους ελέγχους, αν ήθελαν οι κυβερνήσεις να «σπάσουν» αυτές τις πρακτικές, θα μπορούσαν να έχουν δώσει φορολογικά κίνητρα στους πελάτες προκειμένου να ζητούν όλες τις αποδείξεις τους.
Όλα αυτά φυσικά τα γνωρίζουν οι κυβερνητικοί παράγοντες που τώρα προσάπτουν στους επιχειρηματίες εστίασης ότι φταίνε οι ίδιοι για την ανεπαρκή στήριξη που τους δίδεται. Γι’ αυτό και το κάνουν ανεπισήμως. Σε αυτή την πολεμική συνθήκη μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρηματιών εστίασης, μένει να δούμε αν στην κυβέρνηση θα έχουν την πολιτική βούληση να εφαρμόσουν λύσεις που θα κρατήσουν τις επιχειρήσεις ζωντανές, και στο εξής πιο νομοταγείς, σώζοντας ταυτόχρονα εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας.