Ανοικτό άφησε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων εντός του έτους, με δηλώσεις της χθες, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκαρντ.
Η οριστική απόφαση θα ληφθεί το Μάρτιο υπό το φώς των νέων δεδομένων που έχει δημιουργήσει η εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού, ωστόσο η επικεφαλής της ΕΚΤ απέφυγε χθες, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου να δεσμευτεί -όπως είχε πράξει μέχρι τώρα- για το πάγωμα των επιτοκίων έως το τέλος του έτους. Αντιθέτως, υποστήριξε ότι οι δεσμεύσεις θα πρέπει να στηρίζονται σε δεδομένα και δεν μπορεί να τίθενται «άνευ όρων». Νωρίτερα, η επικεφαλής της ΕΚΤ παραδέχθηκε ότι τόσο η ίδια όσο και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες που μετέχουν στο ΔΣ της Κεντρικής Τράπεζας (και ο Γιάννης Στουρνάρας από την Ελλάδα) εξεπλάγησαν δυσάρεστα από την άνοδο που κατέγραψε ο πληθωρισμός τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο.
Η ΕΚΤ, όπως είπε η Κρ. Λαγκάρντ, η οποία πλέον διαπιστώνει αυξημένους κινδύνους για περαιτέρω επιδείνωση του πληθωρισμού βραχυχρόνια, θα εξετάσει τα δεδομένα όπως αυτά θα έχουν διαμορφωθεί έως τον Μάρτιο, οπότε θα συνεδριάσει εκ νέου το διοικητικό της Τράπεζας.
Χθες, πάντως, η Κεντρική Τράπεζα της Μεγάλης Βρετανίας όπου και εκεί ο πληθωρισμός «τρέχει» με ρυθμό (5,5%) παρόμοιο της ΕΕ (5,1%) προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων της.
Ωστόσο, παρά τις προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά, οι οποίες αποτυπώνονται μεταξύ άλλων στις αυξημένες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, ενθαρρυντικό είναι το γεγονός -σύμφωνα πάντα με την επικεφαλής της ΕΚΤ- ότι δεν παρατηρείται διεύρυνση του περιθωρίου τους έναντι των γερμανικών ομολόγων (τα οποία θεωρούνται τα ασφαλέστερα στην ευρωζώνη).
Όσον αφορά στην πορεία του πληθωρισμού, η Κριστίν Λαγκάρντ υπερασπίστηκε τις προβλέψεις των οικονομολόγων της ΕΚΤ παρά τις προφανείς αστοχίες τους. Επί της ουσίας η ΕΚΤ εκτιμά πλέον ότι είναι πιθανό να παραμείνει υψηλός στο εγγύς μέλλον. Οι τιμές της ενέργειας εξακολουθούν να είναι ο κύριος λόγος για τον αυξημένο ρυθμό πληθωρισμού. Ο άμεσος αντίκτυπός τους αντιπροσώπευε πάνω από το ήμισυ του μετρούμενου πληθωρισμού τον Ιανουάριο και το ενεργειακό κόστος ωθεί επίσης τις τιμές σε πολλούς τομείς. Η ΕΚΤ διαπιστώνει ακόμη ότι οι τιμές των τροφίμων έχουν επίσης αυξηθεί λόγω εποχιακών παραγόντων, του αυξημένου κόστους μεταφοράς και της υψηλότερης τιμής των λιπασμάτων. Επιπλέον, οι αυξήσεις των τιμών έχουν γίνει πιο διαδεδομένες, με τις τιμές μεγάλου αριθμού αγαθών και υπηρεσιών να έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Χρ. Ζιώτης