Ο πρώτος που τόλμησε να ξεμυτίσει εκείνο το παγωμένο πρωί του Δεκέμβρη, ήταν ο συμβολαιογράφος Αλεξιάδης, ο επιλεγόμενος Αλεξιάδαρος. Έσχισε την έρημη πλατεία μέ γοργή περπατησιά, τυλιγμένος στό μαύρο παλτό καί τό κεραμίδι κασκόλ του, μέ τά χέρια στις τσέπες καί τά ρουθούνια αχνιστά. Ο βορριάς κατέβαινε σέ τρελλές ριπές άπό τις κορφές του Όλυμπου, πού υψωνόντανε μέσα στή φτωχή σταχτιά μέρα θλιβερές καί πάλλευκες.
Ό Αλεξιάδαρος πάλευε γενναία μέ τόν άνεμο—πού τόν είχε στήν άριστερή μάσκα τής προφαντής πρύμης του—καί βιαζόταν νά φτάσει μιά ώρ’ αρχήτερα στό καφενείο του Καραλούλη, όπου υπήρχε καί σόμπα καί τσάι καί φασκόμηλο, κι’ εφημερίδα καί θαλπωρή. Έβλεπε τά φωτισμένα μέσ’ τήν άσαφή αυγή παράθυρά του, σά λιμάνι σωσμού, κι’ αναγάλιαζε ή ψυχή του. Πενήντα μέτρ’ ακόμα… σαράντα… τριάντα… είκοσι… Μιά μικρή προσπάθεια, λίγη επιμονή, καί τό τρικυμισμένο πέλαγο τής Λαρισινής πλατείας έπαιρνε τέλος.
Όταν κοντοστάθηκε μέ ξυπνημένη περιέργεια έξω άπό τό κλειστό άκόμα κουρείο του Χαρίτου, ήταν κολημένο ένα νεκρώσιμο. Φρέσκο άπό τυπογραφική μελάνη, υγρό άκόμα από τήν πινελιά τής κόλας.
—Ποιός νά πέθανε πάλι;
Τρομαχτική πάλη φορτούνιασε στήν ψυχή του συμβολαιογράφου. Άν λοξοδρομούσε κατά τό νεκρώσιμο, ή περιέργειά του θά ικανοποιούνταν, μά θά κέρδιζε τριών λεπτών τό λιγώτερο καθυστέρηση, ώς τήν πόρτα του καφενείου. Αν πάλι τραβούσε τή ρότα του, θά γλύτωνε μιά ώρ’ αρχήτερ’ από τό κακοπάθιασμα του βοριά, μά θά έμενε μέ τήν άγνοια καί τήν άπορία.
Στό τέλος, ή περιέργεια νίκησε. Γύρισε αριστερά κι’ έβαλε πλώρη κατά τό πένθιμο χαρτί…
—Αγγελική Οικονόμου, μουρμούρισε. Δέν ξέρω καμμιάν Αγγελική Οικονόμου !…
Έκανε νά φύγει απογοητευμένος πού χάλασε ό κόσμος, ανακατεύτηκε ή κοινωνία κι’ ήρθαν ένα σωρό άγνωστοι άνθρωποι. Κύριος είδε από που—νά πεθάνουν στή Λάρισα, πού νά μήν τούς ξέρει ούτε αυτός, ό Αλεξιάδαρος, ό αρχαιότερος συμβολαιογράφος. Μά ή περιέργεια νίκησε ακόμα μιά φορά τό συβαριτισμό καί τή φιλοσοφική του διάθεση… Διάβασε όλόκληρο τό νεκρώσιμο μέ συμβολαιογραφική σχολαστικότητα :
«Τήν πεφιλημένην μας σύζυγον—έλεγε—Αγγελικήν Οικονόμου, θανούσαν αίφνιδίως, κηδεύομεν σήμερον καί ώραν 11ην π. μ. έκ του ιερού ναού του Αγίου Νικολάου. Ό τεθλιμμένος σύζυγος Ανάργυρος Οικονόμου».
Ό Αλεξιάδαρος τινάχτηκε «ώς νά εδήχθη ύπό εχίδνης», μ’ απόμεινε σβωλομένος μέ τά μάτια καρφωμένα στ’ όνομα του τεθλιμμένου συζύγου.
— Ανάργυρος Οικονόμου !.., Ανάργυρος Οίκονόμου!… Πώς; Ό Αργύρης ήταν παντρεμένος; Ή γυναίκα του βρισκόταν στή Λάρισα; Καί μάλιστα πέθανε ή γυναίκα του;
Μιά καινούργια επίθεση του βοριά, έπεισε τόν Αλεξιάδαρο πώς δέν ήταν λόγος νά φιλοσοφεί ακίνητος μπροστά σ’ ένα παγερό νεκρώσιμο, ενώ μπορούσε νά εξακολουθήσει τούς λογισμούς του μπροστά σ’ ένα ζεστό χαμομήλι. Έβαλε πλώρη όλοταχώς γιά τό καφενείο, όπου θά έβρισκε δίχως άλλο τό δικηγόρο Χριστοδουλάκη, τόν είσοδηματία Καρβάκα καί τόν πολιτικόν παράγοντα β’ τάξεως Μουλάρα, δηλαδή πρόσωπα κατάλληλα γιά συζήτηση καί περί διά μακρών σχολιασμόν τού εξαιρετικού γεγονότος πού θά συνετάραζε τή Λάρισα.
Καί πραγματικά, σ’ ένα τραπέζι κοντά στή σόμπα, οί τρεις άχώριστοι περίμεναν τόν Άλεξιάδαρο—τέταρτο μέλος τής παρέας —πίνοντας μέ ήδονή τόν γλυκό ψιλό καϊμάκι τους.
—Γειά σου Αλεξιάδαρε! Τί γίνεσαι ; Πώς καί μάς άργησες σήμερα ;
Ό συμβολαιογράφος έπεσε σέ μιά καρέκλα καί πρότεινε τό χοντρό κεφάλι του άνάμεσά τους, σέ τρόπο πού οί άλλοι κατάλαβαν πώς έπίκειται άφήγηση κάτι τού έξαιρετικού. Σκύψαν κι’ αυτοί, γεμάτοι περιέργεια, μέ μάτια γυαλιστερά καί παμπόνηρα μέ τύμπανα έτοιμα νά δεχτούν καί τήν πιό αδιόρατη παλμώδη κίνηση.
—Τόν Αργύρη τόν Οικονόμου, είπε ό Αλεξιάδαρος, τόν ξέρετε τόν Άργύρη τόν Οίκονόμου! τόν άρχιτέκτονα…
— Κή βέβηα τούν ξέρμι, τούν Αργύρ’ τούν Οικονόμου ! είπε ό Μουλάρας.
—Λοιπόν, ζωή σέ λόγου σας…
Οι τρεις άλλοι τινάχτηκαν.
— Τι; Πέθανε ό Αργυρής ;
—Ίγώ τούν είδα ψες βράδυ. Ήταν σαν του περδίκι!
—Ένας παίδαρος είκσσιπέντε χρονών ! Γερός, μπαμπάτσικος. Έλα, Χριστέ!
‘Ο συμβολαιογράφος επέβαλε σιωπή.
—Σιγά ντέ ! Δέν είπα πώς πέθανε ό Άργύρης ! Είναι μιά χαρά ό άνθρωπος !
— Αμ’ τότε τί τσαμπούνας; διαμαρτυρήθηκε ό Χριστουλάκης.
—Πέθανε ή γυναίκα του!
Βαρία σιωπή ακολούθησε τή στερνή φράση. Κύματα δυσπιστίας, επιφύλαξης καί αύτοάμυνας πέρασαν άπό τά μούτρα τών τριών μακαντάσηδων.
—Ή γυναίκα τ’ ; Ποιά γυναίκα τ’ ;
—Ό Αργυρής είχε γυναίκα ;
—Μά είναι άνύπαντρος ό Αργύρης ! ‘Ο Αλεξιάδαρος σήκωσε τά χέρια του μέ άμηχανία.
—Τί νά σας πώ, έγώ! Νά! Έξω άπ’ τό κουρείο τού Χαρίτου, είναι τό νεκρώσιμο.
Σά σίφουνας ξεχύθηκαν κι οι τρεις στήν παγωμένη πλατεία. Τρέξαν κατά τό κουρείο καί στάθηκαν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι, μπροστά στό εξωφρενικό νεκρώσιμο. Ενώ ό Αλεξιάδαρος, ενθουσιασμένος, γοητευμένος, τρισευτυχισμένος, ροφούσε μ’ ηδονή τήν πρώτη γουλιά του χαμομηλιού του.
Όταν ό Αργύρης Οίκονόμου ξεμπάρκαρε μιά χειμωνιάτικη αύγή άπό τήν Ταχεία στό Σταθμό τής Λάρισας—όπου σκόπευε νά σταδιοδρομήσει αρχιτέκτων— βρήκε τήν πολιτεία αυτή θλιβερή, συννεφιασμένη, κρύα, μέ δρόμους λασπωμένους καί σπίτια γυμνά άπό κάθε καλώς εννοούμενο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Μεγάλες ανησυχίες γεννήθηκαν αμέσως στήν ψυχή του, σχετικά μέ τό μελλοντικό τζίρο τής δουλειάς του.
—Δέν πιστεύω νά κάνουν χρυσές δουλειές οί «ενταύθα» συνάδελφοί μου, συλλογίστηκε.
Αυτή ή υπόνοια γρήγορα άλλαξε σέ πεποίθηση, όταν έκανε έναν περιπατάκο από τό φρούριο στούς στρατώνες, κι’ απ’ τά Σουφλάρια στόν Αρναούτ Μαχαλά. Όλα τά οπίτια πρέπει να ήσαν χτισμένα από πρακτικούς μηχανικούς. Κι οί ιδιοκτήτες των τριών γιαπιών, πού υπήρχαν τή στιγμή εκείνη στή Λάρισα, είχαν τή γνώμη πώς ή επέμβαση ένός αρχιτέκτονος του Αθήνησι Μετσοβείου Πολυτεχνείου στις οικοδομές τους, ήταν εξαιρετική πολυτέλεια. Ούτε βρισκόταν τέτοιο φαινόμενο στή θεσσαλική πρωτεύουσα. Από πολιτικούς μηχανικούς, άλλο καλό. Είχαν πέσει σάν σύγνεφο ακρίδων, φτασμένοι άπό τά πέρατα τής ρωμηοσύνης, καί φτιάναν δρόμους δημοτικούς, δρόμους κοινοτικούς, δρόμους επαρχιακούς, οδοποιΐαν του Δημοσίου. Άλλοι πάλι φτιάναν αντιπλημμυρικά έργα, σκάβαν χαντάκια,χτίζαν προχώματα, «ενήργουν» διοχετεύσεις. Καί μιά τρίτη κατηγορία — ή πιο εμβριθής — δούλευε στά μεγάλα παραγωγικά έργα, πού θά διπλασίαζαν τόν κάμπο τής Θεσσαλίας κι οί καραγκούνηδες θά δέναν τά σκυλιά μέ τά λουκάνικα (όπως έλεγε στους εκλογεΐς του ό βουλευτής Τσιπουρούλης, στυλοβάτης τής Κυβερνήσεως). Μά όλος αυτός ό όργασμός δέν έμποδίζει τή Σαλαμπριά νά ξεχυλάει κάθε Φλεβάρη, νά γκρεμίζει «τ’ άντιπλημμυρικά», ν’ ανακατώνει τά «παραγωγικά» καί νά ξεπαστρεύει από προσώπου γης κάθε είδους οδοποιΐα. Μά κάτι τέτοιες μικροεναντιότητες δέν στεκόταν ικανές ν’ απαγοητέψουν μηχανικούς κι εργολάβους. Τήν άνοιξη, μέ νέα όρμή, καινούργιες πιστώσεις κι αυξημένες προκαταβολές, ριχνόντανε στή δουλειά, περιμένοντας μέ άγωνία τήν καινούργια πλημμύρα πού θά τάκανε γιαλιά-καρφιά… Καί φτου κι απαρχής! Μέχρι συντέλεια !
Αύτά του έξήγησε τό βράδυ, στό «Πανελλήνιο», ό πολιτικός μηχανικός Μπακακέας, ανάμεσα σέ δυό ποτήρια μπύρα Φιξ.
— Κατά πρώτον οργανοΰνται πλουτοπαραγωγικώς οί πληθυσμοί, φίλτατε, καί κατόπιν επιμελούνται του κάλλους καί τής τέχνης. Όταν οί λαρισινοί πλουτίσουν από τά έργα μας, θά καταφύγουν είς τά αρχιτεκτονικά σου φώτα.
Αργύρης κουνούσε καταφατικά καί θλιβερά τό κεφάλι του συλλογιζόμενος τις μελλούμενες πείνες πού τόν περίμεναν. Μά τί νά κάνει ; Στήν Αθήνα, υστερ’ από τήν ιστορία κάποιας οικοδομής, πού ό ιδιοκτήτης (ένας τζαναμπέτης Σμυρνιός), τόν ανακάτεψε μέ εισαγγελείς κι ανακριτές, δέν βρισκόταν θέση γι’ αυτόν κάτω άπό τόν ήλιο του οικοδομικού οργασμού. Τη Θεσσαλονίκη τήν είχε σ’ αντιπάθεια, ένεκα κάτι συναλλαγματικές δεόντως διαμαρτυρημένες… Δέν του απόμενε παρά ή παρθένος Επαρχία. Κι’ ήρθε στή Λάρισα, όπως θά πήγαινε στά Χανιά. Κολιός καί κολιός κι απ’ τό ίδιο βαρέλι…
Οπωσδήποτε, έπρεπε νά ζήσει. Κι άν δέν βρήκε πελάτες, πέτυχε φίλους.Παντού είχε φίλους και μάλιστα Αγαπητούς, μακαντάσηδες, παιδιά στήν τρίχα, πού μπορούσες νά ξηγηθείς μαζί τους σπαθί. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, καί γλεντάκι, καί βάσανο καρδιακό. Γιατί όλα κι όλα… Παραδέχεται νά μήν χορταίνει τήν πείνα του,μά οί άλλες ανάγκες έπρεπε νά ικανοποιηθούν οπωσδήποτε. Μόνο έξευτελισμό του αντρισμού του δέ μπορούσε ν’ ανεχθεί!
Κι έξάλλου, ήταν όμορφο παιδί, μέ μαύρα χαδιάρικα μάτια, μουστακάκι χόλυγουντ, μαλλιά τρικυμισμένα, στόμα όλο ζάχαρι, κορμί αθληπκό, καί κοστουμιές μέ ώμους φίσκα στις βάτες. Ήξερε νά γίνεται συμπαθητικός, χαριτωμένος, απαραίτητος. Νά μαλαγρεύει τόν κόσμο—αρσενικό καί θηλυκό—νά γοητεύει, νά καταφέρνει, τούς μέν αρσενικούς εις τό δανείσαι, τούς δέ θηλυκούς εις τό αγαπήσαι. Καί πάντα τήν περνούσε κοτσάνιον.
Νοίκιασε, λοιπόν, ένα γραφείο κεντρικό, τό επίπλωσε, πολυτελώς κι επί πιστώσει, κρέμασ’ απ’ έξω μιά μπρούτζινη ταμπέλα μέ τίτλους κι ονόματα, καί μόνο πελάτες δέν περίμενε νά ‘ρθουν.
—Άν δέν πιάσω υποθέσεις, θά κάνω επιχειρήσεις. Κι αν δέν τά καταφέρω στις επιχειρήσεις θά σκαρώσω τουλάχιστο μιά μεγάλη επιχείρηση. Μιά καλή προικούλα. Η δίς Μπακακέα, φυσάει παραδάκι, άς ειν’ καλά τά δημοτικά έργα τού εργολάβου μπαμπάκα της. Βέβαια ό αγαπητός συνάδερφος δέν ειν’ κορόμηλο νά μοΰ δώσει τή μοναχοθυγατέρα του! Αν όμως του φτιάξω ένα εγγονάκι προκαταβολικώς; τί θά κάνει; θά μου τή δώσει…
Η δίς Μπακακέα—μιά τσαχπίνα μελαχρινή μέ ματάκια όλο γλυκά χαμόγελα—ενάντια σέ κάθε προσδοκία αρνήθηκε κατηγορηματικά νά μπλεχτεί στις γραβάτες φανταιζί, και τά λιγώματα τού Αργύρη. Προτίμησε νά παντρευτεί ένα πολιτικό μηχανικό, τόν κ. Ζουμή, μύωπα κι ηλίθιο, πού έξη χρόνια τώρα έκανε τήν όδό Λαρίσης—Κυριλάρ (4372 μέτρα) καί τελειωμό δέν είχε. Δέν ήταν δρόμος αυτός, μά μεταλλείο. Οπωσδήπτε, τρεις μήνες μετά τό μυστήριο τής στέψεως ή κυρά κυρία Ζουμή, θυσίασε τήν συζυγική άρετή της στό ντιβάνι τοΰ γραφείου του Αργυρή Οικονόμου. Μά τί τό όφελος γιά τόν προμνημονευθέντα Αργύρη Οικονόμου;
Έπεσε δίπλα στή δίδα Ιωαννίδου, τού έμπορου δημητριακών καί ξυλανθράκων, πού ήταν λίγο άσχημη, λίγο άνόητη, Αρκούντως «ζωηρά», καί πολύ λιγώτερο παραδούχος από χήν κυρία Ζουμή, τό γένος Μπακακέα. Τί νά γίνει ; Κατέβηκαν χά φόντα του… Η δίς Ιωαννίδου, τήν δωδεκάτη μέρα του φλέρτ, επεσκέφθηκε τόν Αργύρη στό Γραφείο του, καί παραδέχθηκε νά χάσει, πάνω ατό ίδιο ντιβάνι, ό,τι πολυτιμότερον είχε, ή μάλλον δέν είχε… Αλλά περί γάμου ούτε κουβέντα. Ό Αργυρής έβαλε τά μεγάλα μέσα μπροστά, δηλαδή τή δημιουργία μιας ένδιαφέρουσας κατάστασης. Χαμένος κόπος.
Όπως πληροφορήθηκε άργότερα, ή δίς Ιωαννίδου δέν ήταν τυχερή στήν τελευταία της απόξεση, κι έμεινε στείρα. Καί μιά μέρα, αφού τέλειωσαν τά παθητικά αγκαλιάσματα κι έπιναν τό τσιγαράκι τους στό τρικυμισμένο ντιβάνι, ανακοίνωσε στόν Αργύρη τούς προσεχείς κι άμετάκλητους αρραβώνες της, μέ τό γιατρό καρδιολόγο Κ. Όμπαΐνη, άντρα πενηντάρη, κοιλαρά, κι έκατομμυριούχο.
Λάσπη ή δουλειά…
Ό Αργύρης άρχισε νά χάνει τό ήθικό του… Όσο γιά τά οικονομικά, άσ’ τα ! Κάλλιο νά μή γίνεται κουβέντα… Τά δανεικά γίνηκαν σπάνια, κι οί δανειστές απαιτητικοί. Άρχισε νά συλλογιέται τήν προοπτική μιας μετακόμισης σ’ άλλη επαρχία—τό Γύθειο π.χ. όπου ή φήμη του δέν είχε φτάσει ακόμα. Κι έχει ό θεός.
Αυτή ήταν ή κατάσταση, όταν ένα βράδυ, στό ούζο προλονζέ τής κ. Ζουμή, γνώρισε τή δίδα Αγγελικήν Ανδρέου.
Τό 1882, όταν ή Θεσσαλία γίνηκε ελληνική, δίχως αμφίβολία ή δίς Αγγελική Ανδρέου ήταν ή πλουσιώτερη νύφη τής Λάρισας… Όχι δμως και η ομορφότερη… Ένας μικρός εξωτερικός στραβισμός του δεξιού ματιού, ένα τίκ των μυώνων του τραχήλου, μιά εξάρθρωση τής λεκάνης, κι ένας κάποιος ραχιτισμός, συνδυασμένα μέ τήν γενική ασχήμια της, δίναν ένα σύνολον καθαρά τρομακτικό.
Δηλαδή, όχι καί τόσο τρομακτικό γιά τούς πεινασμένους παληολλαδίτες, πού πέσαν σά λύμη στήν παρθένα Θεσσαλία… ‘Η δίς Αγγελική ήταν μοναχοπαίδι του κύρ Αντρέα Ανδρέου, του ανθρώπου πού έξουσίαζε τό Κιριλάρ, τό Μπαϊλντιζάρ, τό Άγαχα- ναλάρ, κι άλλα έξη τσιφλίκια λήγοντα είς «λάρ». Καί πολλοί νέοι ενεργητικοί καί μέ πλατειές ιδέες, φρονούσαν πώς εννηά τσιφλίκια αποτελούσαν αξιόλογο συμψηφισμό του στραβισμού, του νευρικού τίκ, τής εξαρθρωμένης λεκάνης καί του ραχιτισμού τής δίδος Αγγελικής Ανδρέου.
Ή δίς Αγγελική, σάν όλα τά πλουσιοκόριτσα, ήθελε νά παντρευτεί άπό έρωτα… Μά φαίνετε πώς είχε—ή κακομοίρα—όλη τή συναίσθηση τής ερωτογεννητικής αδυναμίας της. Δέν ήταν τόσο κουτή για νά πέσει στα δίχτυα τών λιμασμένων δικηγόρων πού τής πουλούσαν έρωτα επί πιστώσει… Ούτε τόσο έξυπνη, γιά νά ύποκύψει σ’ ένα γάμο συμφέροντος.Περίμενε τόν Έρωτα μέ Ε κεφαλαίο, κι ό Έρωτας δέν έρχόταν, καί τά χρόνια περνούσαν, καί τό 1897 οί Τούρκοι ξαναμπήκαν στή Λάρισα, καί τό 1898 ξανάφυγαν, καί τό 1912 έγινε ό Ελληνοτουρκικός πόλεμος, καί τό 1913 ό Ελληνοβουλγαρικός, καί τά 1914 ό Μεγάλος Παγκόσμιος, χωρίς όλ’ αύτά τά συνταραχτικά γεγονότα νά φέρουν καμμιάν αλλαγή στήν κοινωνική καί τήν ανατομική κατάσταση τής δίδος Αγγελικής. Οί γαμπροί δέν έλειπαν βέβαια, παρ’ όλη τήν απαλλοτρίωση των εννηά «λαρ» πού γίνηκε τό 1918. Μά ή δίς ’Αγγελική, έδώ κι’ ένα χρόνο (τό 1917 δηλαδή) κατάλαβε πώς μάταια περίμενε τόν Έρωτα μέ τό κεφαλαίο. Συλλογίστηκε πώς ήταν πιά 56 χρόνων, καί σ’ αύτή τήν ηλικία δύσκολα βρίσκει κανείς γαμπρό, έστω κι άν δέν έχει στραβισμό, ραχιτισμό κλπ. Ήταν φόβος νά πεθάνει χωρίς νά γνωρίσει τόν έρωτα μέ οποιουδήποτε μεγέθους έψιλον… Εφ’ ώ, καί πήρε τήν άπόφασή της. Ήρθε σέ συνεννόηση μ’ ένα σενεγαλέζο των γαλλικών άποικιακών στρατευμάτων, καί άντί πενήντα δραχμών τής έποχής, συνέβη τό ανεπανόρθωτο.
Τό σενεγαλέζο τόν άντικατάστησε ένας μαροκινός σπαχής, κι’ αύτόν ένας ίνδοκινέζος ακροβολιστής. Κατόπι, ήρθαν οί έλληνες τό ίδιο θερμοί, μόνο κάπως πιό άπαιτητικοί. Περνούσαν καί τά χρόνια… Κι’ έτσι, τό 1936, ώς δίς ’Αγγελική, 74 χρονών τώρα, άναγκαζόταν νά κάνει τεράστιες οικονομικές θυσίες, γιά ν’ απολαύσει λίγη άγάπη, λίγα νιάτα, λίγη θαλπωρή…
Ό Αργύρης Οικονόμου τά ήξερε όλ’ αύτά, μά δέν έτυχε νά δώσει προσοχή. Ήταν, βλέπεις, απασχολημένος μέ τή δίδα Μπακακέα καί τή δίδα Ιωαννίδου… Κι όταν στο ούζο προλονζέ τής τέως δίδος Μπακακέα καί νυν κυρίας Ζουμή, ή δίς Αγγελική Ανδρέου γοητεμένη άπό τήν αρσενική ομορφιά του τού έστειλε 13 απανωτά χαμόγελα, μόνο πού δέν έσκασε στά γέλια… Μά κατόπι σκέφτηκε ωριμώτερα καί πρακτικώτερα. ‘Ο αέρας τής Λάρισας δέν τόν σήκωνε. Έπρεπε νά φύγει, καί πού νά πάει; Στό Γύθειο, στον Πύργο, στή Ζάκυνθο, στά Βοδενά… Φτου κι’ άπαρχής! Μπλόφα, δανεικά κι αγύριστα, εξευτελισμοί, κυνηγήματα πλούσιων νυφάδων καί χυλόπητες χορταστικές… Α, όχι ! Βαρέθηκε πιά ! Βαρέθηκε 100%! Ήθελε κι’ αύτός λίγη ξεκούραση, λίγη ξενιασιά, λίγη άνεση…
Κοίταξε τή δίδα Αγγελική πού εξακολουθουσε νά του χαμογελάει μ’ αγγελική τρυφερότητα: «Εβδομηνταπέντε χρονών είναι, συλλογίστηκε. Δέκα έκατομμύρια έχει… Πόσο θά ζήσει ;»… Αναστέναξε, ήπιε ένα κρασάκι, πήρε τήν άπόφασή του, κι ανταπόδωσε όλος γλύκα, τό 19ο χαμόγελο τής παραγινωμένης κορασιας…
Ο γιατρός-καρδιολόγος κ. Όμπαΐνης βγήκε άπό τήν κάμαρα τής άρρωστης μέ κάτι μούτρα κρεμασμένα. Ξωπίσω του ό Αργύρης πολύ ανήσυχος.
—Λοιπόν, γιατρέ ;
—Λοιπόν, τό άπόγεμα θά τό βγάλει οπωσδήποτε. Ίσως νά ζήσει ώς τά μεσάνυχτα. Μά αύριο τό πρωί, θά γίνει οπωσδήποτε ή κηδεία της…
Κοίταξε γύρω του μέ μάτι παρατηρητικό. Τό σαλονάκι ήταν βαλμένο μέ γούστο καί μέ πολυτέλεια. Δυό βιτρίνες γεμάτες αυθεντικές chinoiseries… Σαμοβάρι καί σερβίτσιο του τσαγιού ασημένια. Κηροπήγια από άργυρο επιχρυσωμένο, χαλιά Μπουχάρας κλπ.
—Σείς, κ. Οικονόμου, που ένδιαφερόσαστε γι’ αυτή, καλά θά κάνατε νά ειδοποιούσατε τους συγγενείς της…
—Μά δέν έχει συγγενείς!
‘Ο γιατρός κούνησε τό κεφάλι του δίχως ν’ άπαντήσει : «Καλά θάκανα, είπε μέσα του, νά ειδοποιούσα τόν εισαγγελέα…»
Όταν μάλιστα, κατεβαίνοννας τή σκάλα βρέθηκε κατάμουτρα μέ τόν τέως γεωπόνο Πέπα — μια υπέροχη προσωπικότητα, πού κάποτε διάρρηξε τήν κάσα του Γεωργικού Ταμείου, όπου υπηρετούσε—φίλο καρδιακό του Αργύρη, ή ίδέα του περί εισαγγελέως γίνηκε άπόφαση. Μόνο που ήταν αργά, κι ό γιατρός Όμπαΐνης νύσταζε. «Που νά βρεις τόν εισαγγελέα, τέτοιαν ώρα; του τηλεφωνώ αύριο πρωί – πρωί…»
Ό Αργύρης, σαν έμεινε μόνος βλαστήμησε σά μισή ντουζίνα βαρκάρηδες τής Τούμπας κι έπεσε σέ μια καρέκλα αποκαρδιωμένος.
—Λάσπη ή δουλειά ! Τί ατυχία! Ό,τι είχα σκοπό νά τής προτείνω γάμο… Έτοιμη ήταν νά δεχτεί… Μιά διαθηκούλα έν τάξει, κι έξω φτώχεια!
Άναψε τσιγάρο, καί σήκωσε τούς ώμους.
— Τώρα, τρέχε στήν Κομοτινή, νά δημιουργήσεις στάδιο αρχιτέκτονος! Καμπρόν!
Στό άνοιγμα τής πόρτας πρόβαλε η όμορφη καί πονηρή μορφή του γεωπόνου-διαρρήκτη Πέπα.
—Λοιπόν;
— Βρασ’ τα ! Τά τινάζει εντός τής νυχτός!
Ό άλλος χαμογέλασε.
— Τό περίμενα… Κι ειδοποίησα τόν παπα…
—Ήταν άνάγκη νά τή μεταλάβουμε κιόλας ;
Ό Πέπας χαμογελούσε.
—Ποιος σου μιλάει γιά μετάληψη ;
— Άμ’ τότε;
—Πρόκειται περί γάμου…
Ό Άργύρης τινάχτηκε δρθιος.
—Δέν είσαι στά καλά σου 1 Περί γάμου I «Ετσι γίνονται ο! ηιάμοι ; χωρίς άδεια ; χωρίς τίποτα ;
Ό άλλος ήρθε κοντά του καί τοΟ μιλούσε σιγανά στό αύτί.
—Είσαι παιδί, Άργύρη. Δέν έχεις ιδέα άπό δουλειές… ’Εγώ, κατάλαβα πώς πεθαίνει κι’ έκανα τό σχέδιό μου γιά λογαριασμό σου. θά μοΟ πεις, γιατί δέ σοΟ μίλησα ; δέ σέ συμβούλεψα… «Η¬θελα καί γώ νά έξασψαλιστώ… Δέν είν’ έτσι ;
Ο Άργύρης κούνησε τό κεφάλι του καταφατικά…
—Πήγα στό γραφείο σου κι άνοιξα τά συρτάρια…
—Μά τάχω κλειδωμένα!
—Τό ξέρω. Μά έγώ τάνοιξα, οπωσδήποτε… Βρήκα το πιστοποιητικό σου… Κατόπι ήρθα εδώ κι ανασκάλεψα τά χαρτιά τής γριας… Βρήκα κι αυτηνής ένα πιστοποιητικό… ωραία! Τρέχω στή Μητρόπολη… Ό Πρωτοσύγγελος μόνο πού δέν έμεινε στόν τόπο, σάν του είπα τί γυρεύω… «Όχι, μου λέει, ή υπόθεση είναι ύποπτη! Δέν θά δώσω άδεια ποτέ»… Τόν πιάνω στά λιμά, αναπτύσσω τις ρητορικές μου δεινότητες, του λέω πώς δέν είναι ή πρώτη φορά πού γίνεται γάμος in articulo mortis, τόν μαλαγρεύω, τόν καταφέρνω…
Έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα γαλάζιο χαρτί.
—Νά ή άδεια. Ό παπάς θά είναι δώ σέ μισή ώρα… Τώρα, πρέπει νά καταφέρουμε τή γριά νά πει τό ναι…
—Αύτό είναι δική μου δουλειά… Άκου Πέπα, είσαι φίλος! Σου χρωστάω τά πάντα !
Ό άλλος χαμογέλασε. —Τά πάντα, όχι… Μόνο 20 %… Δέν είμαι υπερβολικός. Ε;
Όταν μπήκε ό παπας μέ τό πετραχείλι στήν κάμαρα τής δίδος Αγγελικής, τή βρήκε άνασηκωμένη στά μαξιλάρια, χτενισμένη, φτιασιδωμένη, τρισευτυχισμένη κι έτοιμοθάνατη. Δίπλα της ό Αργύρης μέ μαύρη κοστουμιά, άσπρη παπιγιόν καί κρέμ γάντια. Ό Πέπας ήταν κουμπάρος. Στό βάθος δυό γκαρσόνια του χαρτοπαίγνιου του Παχουλάκου, παρίσταναν τούς μάρτυρες.
—Ευλογητός ό θεός… άρχισε ό παπάς. Ή δίς Αγγελική έκλεισε τά μάτια, καί τό στήθος της ανεβοκατέβαινε ακανόνιστα άπό τό καρδιακό άγχος. Για μιά στιγμή έδειξε συμπτώματα τελειωτικής αδυναμίας. Κρύος ίδρώς περέχυσε τό γαμπρό…
—Λέγε τα γρήγορα, είπε του παπά… Μή δίνεις σημασία…
Άρπαξε από τό κομοδίνο μιά σύριγγα γεμάτη φάρμακο, καί τήν έχυσε στό μπράτσο τής νύφης. Ή δίς Αγγελική, σά νά συνήρθε. Άνοιξε τά μάτια, του χαμογέλασε, κι’ έπιασε τήν παλάμη του σ’ έρωτική χειρονομία.
—Αρραβωνίζεται ό δούλος τού θεού…
‘Ο παπάς φαίνεται πώς ήθελε νά κάνει παστρική δουλειά, καί έλεγε δλα τά «γράμματα» περί διά μακρών… Πράμα πού εκνεύριζε τό γαμπρό καί τόν κουμπάρο. !
—Κάνε γρήγορα, Δέσποτα ! Γιά τ’ όνομα του θεού!
Ο Πέπας φάνηκε πρακτικώτερος… Έβγαλ’ ένα χιλιάρικο καί τόδειξε του παπά.
—θά στό κάνω ρεγάλο, μουρμούρισε, άν τελειώσεις έγκαίρως.
Κι όλα τέλειωσαν «έγκαίρως»… Τά στέφαν’ αλλάχτηκαν μέ γοργάδ’ άστραπής, ό Ησαΐας χορεύτηκε—δίχως τή νύφη, βέβαια— σάν ουάν στέπ καί τήν κατάλληλη στιγμή, ή έτοιμοθάνατη είπε τό «ναι» μέ φωνή θετική καί ξεκάθαρη… Τώρα έπρεπε νά υπογραφούν τά χαρτιά. Ό Αργύρης έκανε καινούργια ένεση στή σύζυγό του, κι οδήγησε τό χέρι της πού μόλις κρατούσε τόν κοντυλοφόρο… «Αγγελική Οικονόμου», τής είπε… θά ύπογράψεις «Αγγελική Οικονόμου»…
‘Η έτοιμοθάνατη χαμογέλασε.
— Ναι… μουρμούρισε. Ξέρω…
Κι έβαλε μιά μυστήρια τσίφρα κάτω άπ’ τό χαρτί. Όλοι ανάσαναν μ’ άνακούφιση…
‘Ο παπάς κι οι μάρτυρες έφυγαν. Στήν κάμαρα έμειναν ό Άργύρης κι ό Πέπας. Σιωπηλοί κι οί δυό, ευτυχισμένοι. Κι ό ρόγχος τής γριάς κρατούσε σιγόντο στήν ευδαιμονία τους.
—Δέν τής κάνεις καμιάν ένεση ; Είπε ό Πέπας.
Ό Άργύρης χασμουρήθηκε.
—Κάν’ της έσύ ! Βαριέμαι …
Ή έτοιμοθάνατη άνοιξε τά μάτια της, καί κοίταξε γλυκά τό σύζυγό της.
—Αργύρη… είπε μέ κόπο. Ξέρεις πού θέλω νά πάμε ταξίδι;.. Ξέρεις ;
—Όπου θέλεις αγάπη μου !
—Στή Σκιάθο, θέλω…
— θά πάμε χωρίς άλλο I
Μά ή Αγγελική δέν άκουσε τήν απάντηση. Είχε φύγει γιά εν’ άλλο ταξίδι, πολύ μακρυνώτερο.
Ο κ. Νομάρχης ήταν πάντοτε πολύ πρωινός. Παλιά συνήθεια τής στρατιωτικής ζωής. Κι εκείνο τό παγερό πρωί του Δεκέμβρη, τό θλιμένο καί συννεφιασμένο, βρισκόταν κιόλας άπό τις όχτώ στο γραφείο του. Οί υπάλληλοι θά ερχόντανε σέ μιάν ώρα. Μόνον ό κλητήρας τουρτούριζε πειθαρχικά υποδεέστερος στό διάδρομο. Κι δταν ό κλητήρας, μέσα σ’ ένα χτύπημα δοντιών, ειδοποίησε τον κ. Νομάρχη πώς τόν ζητάν ό κ. Εισαγγελέας κι ό κ. Αστυνόμος, ήταν φυσικό νά ξαφνιαστεί ό κ. Νομάρχης.
—Καθίστε, άγαπητοί κύριοι! Τί τρέχει ;
Ό κ. Εισαγγελέας σκούπισε τόν ιδρώτα του—πράμα παράξενο γιά κείνη τήν έποχή—καί διηγήθηκε τά καθέκαστα: Πώς πήρε, —νύχτα ήταν άκόμα—τηλεφώνημα τού γιατρού Όμπαΐνη σχετικά μέ τόν επικείμενο θάνατο τής πλούσιας κι’ έρημης στόν κόσμο δίδος Αγγελικής Ανδρέου. Πώς ό γιατρός Όμπαΐνης είδε στό σπίτι της ετοιμοθάνατης μερικά περίεργα πρόσωπα, και καλό θά ήταν νά έπαιρνε τά μέτρα της ή ’Αρχή…
— Λοιπόν ;
—Λοιπόν, κ. Νομάρχα, τηλεφωνώ τού κ. Αστυνόμου, καί τρέχουμε στό σπίτι τής δίδος Ανδρέου, δπου βρίσκουμε τήν πόρτα μαύρη στα κρέπια : «Πέθανε! μου λέει ό κ. Αστυνόμος. Φτάνει νά φτάσαμ’ έγκαίρως, πριν βάλουν χέρι σέ ασημικά.Ανεβαίνουμε τή σκάλα, καί πέφτουμε πάνω στόν άρχιτέκτονα κ. Ανάργυρον Οικονόμου, πολύ βαρυπενθούντα… Τόν ξέρετε, τόν κ. Οικονόμου ;
—Έχω τις πληροφορίες μου. .
—Ό κ. Οικονόμου μάς έδήλωσε πώς είναι ό νόμιμος σύζυγος τής μακαρίτιοας, καί μάς έδειξε τή σχετική πιστοποίηση τοϋ ίερέως. Ό γάμος γίνηκε μόλις χθές τή νύχτα, in extremis.
Ό κ. Νομάρχης χαμογέλασε :
— Διασκεδαστική ιστορία, είπε.
—’Όχι καί τόσο. Έγώ τή βρίσκω μάλλον βρώμικη… Τρέχουμε στόν παπά πού τούς στεφάνωσε νά του ζητήσουμε πληροφορίες… Μάς δείχνει τήν άδεια τής αρχιεπισκοπής. Ήταν έν απολύτω τάξει… Παίρνω στό τηλέφωνο τόν Πρωτοσύγγελο : «Τί ειν’ αυτά πού έκανες, Πάτερ Ευθύμιε; του λέω». «Τί έκανα; μού άπαντάει. Πώς μπορώ ν’ αρνηθώ μιάν άδεια γάμου χωρίς λόγο;»
Ό κ. Εισαγγελέας ξανασκούπισε τό μέτωπό του..
—Όλοι ειν’ έν τάξει, κ. Νομάρχα. Όχι όμως κι ό γάμος ! θά ζητήσω ex-officio τήν άκύρωσή του, καί θ’ άποδείξω πώς δέν υπήρχε έλευθέρα βούλησις…
—θά τό καταφέρετε;
— θά τό καταφέρω! Μά θά γίνει δίκη. Ως που ν’ ακυρωθεί ό γάμος αυτός υφίσταται με όλες τις νομικές του συνέπειες, δηλαδή κληρονομικό δικαίωμα τού συζύγου κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κι ό Οικονόμου δέν είναι άνθρωπος νά φοβηθεί, θά κάνει σκληρό δικαστικόν άγώνα μέ γερούς δικηγόρους, μέ όλα τά ένδικα μέσα κι’ όλες τις παρελκύσεις…
Ό κ. Νομάρχης στήλωσε τό μονόκλ στό μάτι του…
— Κύριε Εισαγγελέα, είπε. Εσείς νά κάνετε τό καθήκον σας καί γώ τά δικό μου. Δέν πρέπει ό κατεργάρης αύτός νά καρπωθεί τίποτα άπό τήν ανήθικη πράξη του.
—Καί βέβαια δέν πρέπει! Μά τί νά κάνουμε έξω άπ’ ό,τι ο νόμος μάς έπιτρέπει; Κι ό νόμος είναι λίγο ατελής …
Μά ό κ. Νομάρχης, πού είχε διοριστεί μόλις τόν περασμένο Αύγουστο, είχε κάπως αλλοιώτικες άντιλήψεις γι’ αυτά τά ζητήματα.
—Κύριε Εισαγγελέα, είπε… Ό νόμος δέν θέλει νά κάνει ποτέ αδικία… Άν κάνει, τήν κάνει άθελά του από τεχνική ατέλεια… Και μείς σαν εκπρόσωποι του νόμου, πρέπει νά βοηθάμε τό πλατύ πνεύμα του, κι όχι τό στενό γράμμα. Μ’ εννοήσατε;
—Όχι και τόσο κ. Νομάρχα…
—θά μ’ έννοήσετε άργότερα… Δέν σάς κρατώ άλλο. Σάς εύχαριστώ γιά τις ενέργειές σας.
Καί γυρνώντας κατά τόν ’Αστυνόμο, πού όλη αύτή τήν ώρα είχε μείνει σιωπηλός:
—Σεις, κ. άντισυνταγματάρχα νά μείνετε.
Ή κηδεία τής κ. Αγγελικής Οικονόμου, γίνηκε έπίσημη, θλιβερή καί έρημη. Πίσω άπό τό φέρετρο ακολουθούσε ό βαρυπενθών καί τεθλιμμένος σύζυγος, μαυροντυμένος μέ τό καπέλλο στό χέρι. Ένα βήμα πιό πίσω, ό απαρηγόρητος κουμπάρος κ. Πέπας, τέως γεωπόνος διαρρήκτης, καί νυν άγνωστου επαγγέλματος… Καί κανείς άλλος. Η Λάρισα, σκανδαλισμένη, αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει τήν κηδεία, όχι όμως καί νά τήν παρακολουθήσει… Απεναντίας, τά πεζοδρόμια, παρ’ όλο τό ξεροβόρι, ήταν φίσκα άπό κόσμο, πού σχολίαζε μάλλον ασεβώς τό θέαμα. Από τά παράθυρα πρόβαλλαν ειρωνικές φυσιογνωμίες.. Καί στό μπαλκόνι τής Νομαρχίας, ό κ. Νομάρχης έχοντας πλάϊ τόν κ. ’Αστυνόμο, παρακολούθησε μ’ ενδιαφέρο τήν εκφορά.
Κι άκριβώς τή στιγμή πού ό Αργύρης χαιρετούσε μέ μιά κίνηση τού κεφαλιού τό νομαρχιακό μπαλκόνι, ένας μοίραρχος τόν πλησίασε, καί τού είπε σέ τόνο ξερό:
—Κύριε Οικονόμου, παρακαλώ νά μέ άκολουθήσετε.
Ό άπαρηγόρητος χήρος έγινε λευκός ώς σουδάριον.
—Μά… μά… Τί συμβαίνει;… Κηδεύω τή γυναίκα μου… Μετά τήν κηδεία…
—Παρακαλώ, όχι άντιλογίες ! Μή μ’ αναγκάσετε νά μεταχειρισθώ βία …
Ό Αργύρης έσκυψε τό κεφάλι. Κι άκολούθησε πειθήνιος τό πεπρωμένο του (δηλαδή τόν κ. Μοίραρχο), ένώ τό φέρετρο χανόταν στό βάθος του δρόμου, μεγαλόπρεπο, πολυτελές, έρημο κι άκλαυτο.
Τό ίδιο βράδυ, ό Αργύρης πήρε τό τραίνο του Βόλου, μαζί μέ δυό χωροφύλακες οπλισμένους, πού είχαν τήν καλωσΰνη νά του βγάλουν τίς χειροπέδες… Στό σταθμό τον ξεπροβόδισε ό κουμπάρος του, άρκετά τρομοκρατημένος κι αυτός.
— Γειά σου Άργύρη, του είπε. Καλό ταξίδι, καί καλή διαμονή… Αλήθεια, δέ μου είπες που σέ στέλνουν;
—Στή Σκιάθο, μουρμούρισε ό άλλος.
Ο Πέπας χαμογέλασε σαρκαστικά…
—Στή Σκιάθο ; Κρίμα πού πέθανε ή καυμέν’ η γυναίκα σου! θυμάσαι ποιά ήταν τά τελευταία της λόγια ;
Μά ό Αργύρης δεν απάντησε. Οί χωροφύλακες τόν σκουντούσαν κατά τό βαγόνι μέ τρόπο ελαφρώς βάναυσο. Τόσο τό καλύτερο. Γιατί τό ξεροβόρι θέριζε άγρια την πλατφόρμα του σταθμού.
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
(Αναδημοσίευση από τη «Νεοελληνική Λογοτεχνία», τεύχος 1, Νοέμβρης 1937)
O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της «Nέας Eστίας» με το διήγημα «Kυρία Nίτσα», το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού («Oι θεότητες του Kοτύλου», εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη «Nέα Eστία», δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο «Tο 10», το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν «Aς γελάσω». (από τη Βιβλιονέτ).