Της Τόνιας Α. Μανιατέα
Φεβρουάριος 1922. Νύχτα. Ο παγωμένος αέρας σφυρίζει στα στενά της Κυψέλης. Ένα μόνιππο σταματάει έξω από μία διώροφη μεγαλοπρεπή μονοκατοικία, επί της οδού Τροίας, και κατεβάζει τον μεσήλικα επιβάτη του. Χωμένος στο βαρύ τσόχινο παλτό του, τρέχει προς την είσοδο του σπιτιού, αλλά δυσκολεύεται να ξεκλειδώσει. Κάτι στην κλειδαρότρυπα εμποδίζει το κλειδί. Προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει όταν από τα στενά πέριξ της κατοικίας εμφανίζονται τρεις άνδρες, οι δύο με στρατιωτική περιβολή. Τον πλησιάζουν, τον πυροβολούν έξι φορές και απομακρύνονται τρέχοντας! Ο ενωματάρχης Ζέπος και ο λοχαγός Λειβαδάς, που περνούν εκείνη την ώρα από το σημείο, έχουν ακούσει τους πυροβολισμούς και τρέχουν να προλάβουν τους δράστες. Οι δύο ένστολοι καταφέρνουν να ξεφύγουν. Ο τρίτος, όμως, σκοντάφτει και πέφτει. Οι αξιωματικοί τον πιάνουν.
Κάποιοι γείτονες έχουν βγει από τα σπίτια τους σπεύδουν στον αιμόφυρτο άνδρα. Τον μεταφέρουν στο εσωτερικό του σπιτιού του. Πολύ σύντομα καταφθάνει και ο γιατρός φίλος του, αλλά δεν προλαβαίνει και πολλά. Τα τραύματα είναι σοβαρά. Η γυναίκα και οι τρεις γιοι του βλέπουν έντρομοι τον άνθρωπό τους να ψυχορραγεί, ώσπου αφήνει την τελευταία του πνοή. Η νεκροτομή, που θα ακολουθήσει, αποκαλύπτει ότι από τους πολλαπλούς πυροβολισμούς ένας μόνον βρήκε στόχο. Η σφαίρα έπληξε την περιοχή της κοιλιάς, διαπέρασε τα έντερα και το ήπαρ και σφήνωσε στον θώρακα. Ένα δεύτερο σοβαρό τραύμα στον κρόταφο, που θρυμμάτισε στο σημείο το κρανίο, αποδόθηκε στην πτώση του θύματος.
ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ… – ΤΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ
Ο άνδρας που δέχθηκε τα πυρά μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του είναι ο δημοσιογράφος, εκδότης της φιλοβενιζελικής εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος», Ανδρέας Καβαφάκης. Γεννήθηκε πριν 50 χρόνια, από εύπορη οικογένεια, στο Αϊδίνι της Μικρασίας, φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, ήρθε στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική και ακολούθως έφυγε στο Παρίσι για μετεκπαίδευση στις Πολιτικές Επιστήμες. Στο Κάιρο, όπου ταξιδεύει αργότερα, γνωρίζει τη μετέπειτα σύζυγο του Ζωή Σταϊκοπούλου. Παντρεμένος πια αναζητά μία καλύτερη τύχη στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκδίδει την εφημερίδα «Αμερόληπτος» υπερασπιζόμενος τα δίκια του υπόδουλου τμήματος του Ελληνισμού και ξεσηκώνοντας σε βάρος του το νεοτουρκικό κομιτάτο. Κυνηγημένος και με τη βοήθεια του φίλου του, Ίωνα Δραγούμη, φεύγει από την Πόλη και έρχεται στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα, η μυρωδιά του εθνικού διχασμού τρυπάει ρουθούνια. Βενιζελικοί και κωνσταντινικοί μισούνται θανάσιμα. Ο Καβαφάκης, εμπνεόμενος πάντα από το φιλελεύθερο πνεύμα του, φανατικός οπαδός της Αντάντ, τάσσεται από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του Βενιζέλου και σε λίγους μήνες εκδίδει τον Ελεύθερο Τύπο, το επίσημο όργανο στην Αθήνα της κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης, που συγκροτούν Βενιζέλος, Κουντουριώτης και Δαγκλής.
«… Ουδέποτε ήτο τόσον επιτακτική, τόσο επείγουσα η προσφυγή εις την λαϊκήν γνωμοδότησιν, ουδέποτε! Η ύψιστη υπηρεσία, ην δύναται να προσφέρει κατά την στιγμήν ταύτην ο κ. πρωθυπουργός, είνε να κατευθυνθή ομαλώς και ταχέως προς αυτήν, παραχωρών την θέσιν του εις κυβερνήτας ξένους προς κομματικά πάθη, απολαύοντες και της εμπιστοσύνης των Δυνάμεων και της εμπιστοσύνης του λαού και δυναμένους να συμβολίσωσι και την ανασυγκρότησιν της εκ τόσων μωριών ραγείσης εθνικής ενότητος και την αμερόληπτον σφυγμοκόπησιν της λαϊκής βουλήσεως» είναι οι τελευταίες σκέψεις στο στερνό άρθρο του τραγικού εκδότη, που δημοσιεύονται την επομένη πλάι στην -υπό πηχυαίο τίτλο- πρωτοσέλιδη είδηση της δολοφονίας του. Είναι το άρθρο που παρέδωσε στον αρχισυντάκτη του το προηγούμενο βράδυ, πριν αναχωρήσει για την Κυψέλη, όπου του έχουν στήσει παγίδα.
Η πόλη είναι μικρή. Η είδηση του βίαιου θανάτου του εκδότη κυκλοφορεί γρήγορα. Άνθρωποι σπεύδουν στα γραφεία της εφημερίδας για να πληροφορηθούν λεπτομέρειες. Ο άρτι αφιχθείς από πολύμηνο ταξίδι στο εξωτερικό πρωθυπουργός, Δημήτρης Γούναρης δηλώνει: «… Η οργή μου είνε απερίγραπτος δια το διαπραχθέν έγκλημα. Η Δικαιοσύνη θα επιληφθή δραστηρίως του έργου αυτής και θα καταδιώξη αμειλίκτως και θα τιμωρήσει παραδειγματικώτατα τους ανακαλυφθησομένους δράστας του εγκλήματος, οιοιδήποτε και αν είνε».
Οι εφημερίδες, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης και κομματικής προτίμησης καταδικάζουν την επίθεση και η Ένωση Συντακτών εκδίδει καταγγελτικό ψήφισμα. Στο κείμενο διαμαρτυρίας που υπογράφουν οι διευθυντές των εφημερίδων γίνεται ευθέως λόγος για «φυλακίσεις, καταστροφές περιουσιών, εξορίες, διωγμούς, φόνους δημοσιογράφων, που αποτελούν την ιστορία του Τύπου αυτή την περίοδο», σκηνικό που «καθιστά αδύνατη την άσκηση του δημοσιογραφικού καθήκοντος». Οι υπογράφοντες το κείμενο ενημερώνουν: «…εις ένδειξιν διαμαρτυρίας δια το φρικτόν έγκλημα κατά της ζωής του Διευθυντού του “Ελευθέρου Τύπου” ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΒΑΦΑΚΗ, οι Αθηναϊκές Εφημερίδες εν αδιασπάστω αλληλεγγύην διακόπτουν από της αύριον δι΄ εν εικοσιτετράωρον την εκδοσίν των».
Η είδηση για τη στυγερή δολοφονία ταξιδεύει και έξω από τα ελληνικά σύνορα. Ο ξένος Τύπος κάνει λόγο για «δράση παραστρατιωτικών οργανώσεων» και «εγκαθίδρυση κλίματος τρομοκρατίας εναντίον αντιβασιλικών πολιτικών παραγόντων».
Από τη νύχτα κι έως το επόμενο πρωί η σορός του Καβαφάκη είναι εκτεθειμένη σε λαϊκό προσκύνημα στο σπίτι του, απ΄ όπου περνούν πολιτικοί και διπλωμάτες για να εκφράσουν τη συμπάθειά τους στη χήρα του και τα τρία αγόρια τους. Το μεσημέρι μεταφέρεται στον Άη Γιώργη τον Καρύτση για τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Έξω από τον ναό το κλίμα μυρίζει μπαρούτι. Συγκεντρωμένοι οπαδοί της αντιπολίτευσης, πεπεισμένοι ότι η δολοφονία σχεδιάστηκε από την κυβερνώσα φιλοβασιλική παράταξη Γούναρη, ζητούν εκδίκηση: «Θάνατος στους δολοφόνους»! Σε έναν λάβρο επικήδειο εκ μέρους του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο στρατηγός Δαγκλής στιγματίζει «το στυγερόν κακούργημα», που «αποτελεί μίαν επί πλέον αποτροπαίαν εκδήλωσιν τρομοκρατήσεως και δεινόν πλήγμα κατ΄ αυτών των ελευθεριών του Τύπου και του λαού» οξύνοντας ακόμη περισσότερο τα πνεύματα, που κατευνάζουν οι ψυχραιμότεροι απομακρύνοντας την έκρηξη της επαπειλούμενης συμπλοκής. Η ακολουθία τελειώνει και η πομπή χιλιάδων ανθρώπων -όπως καταγράφουν οι εφημερίδες της εποχής- προς το Α΄ Νεκροταφείο ξεκινά από τον Άη Γιώργη και κάνει μία μικρή στάση λίγο παραπάνω, στην είσοδο του πενθούντος Ελεύθερου Τύπου, επί της Εδουάρδου Λω. Σε ένδειξη πόνου και σεβασμού, οι συνάδελφοι του θύματος γονατίζουν και ακουμπούν τις παλάμες στο πλατύσκαλο του κτηρίου. Χαιρετούν τον εκδότη, συλλυπούνται τους συνεργάτες του.
Το κείμενο στο πρωτοσέλιδο του Ελεύθερου Τύπου, που πλαισιώνει τη φωτογραφία του δολοφονηθέντος εκδότη μέσα στο φέρετρο και έχοντα δίπλα του τη σπαράζουσα σύζυγό του, ραγίζει καρδιές… «Επάνω εις την ακμήν της μάχης ποία στιγμή σπαρακτική δια τον πολεμιστήν, όταν αίφνης, ρίπτων βλέμμα ταχύ δεξιά του, δεν διακρίνει πλέον τον αρχηγόν της μονάδος του […] Απείρως δραματικωτέρας στιγμάς είχαν οι συνεργάται του Ανδρέα Καβαφάκη την απαισίαν νύχτα τής προχθές. Δεν είδαν πέπτοντα εντός λεπτών άφοβον ηγέτην κοινών προσπαθειών. Είδαν πέπτοντα σταθερόν και φωτεινόν οδηγόν της αόκνου πάλης προς επικράτησιν υγιών αρχών. Είδαν μαζί τον υπέροχον φίλον του οποίου η καρδία ήτο πάντοτε ανοικτή και τα χείλη ανθισμένα με το χαμόγελο μίας σπανίου αγαθότητος. Και τον είδαν ακόμη να πίπτει όχι από βλήματα εντίμου εχθρού, ο οποίος κηρύσσει τον πόλεμον και διευθύνει την επίθεσιν στήθος προς στήθος εις το φως της ημέρας, αλλ΄ εις μίαν νυκτερινήν εξέδραν, υπό την κάννην θρασυδείλων δολοφόνων…».
ΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΞΙΧΝΙΑΣΤΗΚΕ ΠΟΤΕ
Πρόκειται για την πρώτη δολοφονία δημοσιογράφου στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αι., εποχή που η χώρα περιδινείται τόσο στα οξυμένα πολιτικά πάθη ανάμεσα στις παρατάξεις βενιζελικών και βασιλικών, όσο κυρίως στην υπόγεια δράση παρακρατικών μηχανισμών. Μετά την επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές -τις τελευταίες που διεξήχθησαν με σφαιρίδιο- της 1ης Νοεμβρίου του 1920, όπου η παράταξη του Βενιζέλου υπέστη εντυπωσιακή συντριβή (118 έδρες έναντι των 251 της ενωμένης αντιβενιζελικής παράταξης) και με τη μικρασιατική εκστρατεία σε εξέλιξη, το πολιτικό σκηνικό στη χώρα έχει αρχίσει να μεταβάλλεται. Όταν το καλοκαίρι του 1921 ο ελληνικός στρατός που στο μεταξύ έχει προωθηθεί ίσαμε τον Σαγγάριο, υποχωρεί, η γενικευμένη κρίση στην Ελλάδα δημιουργεί τις συνθήκες ανάπτυξης ενός θηριώδους ανεξέλεγκτου παρακρατικού μηχανισμού, που βάζει ευθέως στο στόχαστρό του υποστηρικτές του Βενιζέλου. Κι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Καβαφάκης γίνεται στόχος. Έχει προηγηθεί μία άλλη, τον Αύγουστο του 1921, όταν ο ίδιος και ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς δέχονται δολοφονική επίθεση καταμεσής της πλατείας Κλαυθμώνος από κάποιον Σουρέα, ο οποίος κατά τη σύλληψή του δικαιολογεί την πράξη του ως μη ανοχή «σε τοιαύτην προδοτικήν στάσιν των καθαρμάτων των διαδιδόντων σκοπίμως ψευδείς φήμας, επιβλαβείς εις τον διεξαγώμενον αγώναν εν τη Ανατολή»…
Παρά ταύτα, οι χρονικογράφοι της εποχής παρατηρούν ότι ο Καβαφάκης μπήκε στο ρουθούνι των αντιπάλων του αυτόν τον Φεβρουάριο, δημοσιεύοντας στις 12 του μήνα το τολμηρό για την εποχή «Δημοκρατικό Μανιφέστο» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και έξι συνεργατών του, με το οποίο η αριστερή πτέρυγα των Φιλελευθέρων ζητεί «αναδιαμόρφωση του δυναστικού καθεστώτος, ώστε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των συμμάχων» και λίγες μέρες αργότερα, δημοσιεύοντας ρεπορτάζ για τη συνάντηση του Βρετανού πρωθυπουργού Λόυντ Τζορτζ με τον Πατριάρχη Μελέτη στο Λονδίνο, στην οποία ο πρώτος δηλώνει στον δεύτερο ότι «ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εξεμηδένισεν όλας τας συμπαθείας τας οποίας είχεν η Ελλάς […] Ύστερα από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, η επάνοδος του Κωνσταντίνου εις τον θρόνον είνε το κατατρεπτικότερον γεγονός δια τον Ελληνισμόν…».
Όλοι όσοι ζουν το κλίμα του πολιτικού φανατισμού ψυλλιάζονται και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν. Ο Καβαφάκης φαγώθηκε από τους αντιπάλους των ιδεών, που με τόσο πάθος υπερασπιζόταν. Αλλά ο συλληφθείς εκείνο το βράδυ της επίθεσης αρνείται κάθε σχέση με την υπόθεση! Υποστηρίζει ότι ήταν περαστικός από την περιοχή και ότι το περίστροφο που βρέθηκε δίπλα του ναι μεν του ανήκε, πλην όμως οι σφαίρες που έλειπαν είχαν ριχτεί παλιότερα!
Είναι ο Αντώνης Μαστραντώνης, οπωροπώλης, 30 χρόνων και είναι μέλος του «Λαϊκού Πολιτικού Συλλόγου». Όταν η ανάκριση σκληραίνει, ομολογεί ότι διέπραξε το έγκλημα με δική του πρωτοβουλία και αρνείται την ανάμιξη άλλων προσώπων. Οι μήνες που ακολουθούν κρύβουν τη δραματική εξέλιξη της μικρασιατικής καταστροφής για τον Ελληνισμό, την έκρηξη της επανάστασης από τον Πλαστήρα και τον Γονατά και την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Πάνω στον γενικό χαμό, οι βασιλικοί συνεργάτες προσπαθούν να κλείσουν οριστικά την υπόθεση Καβαφάκη, πετυχαίνοντας να μεταφέρουν στο Αιγινήτειο ως παράφρονα τον Μαστραντώνη, με στόχο από εκεί να τον φυγαδεύσουν. Την τελευταία στιγμή, όμως, οπισθοχωρούν φοβούμενοι τη διαρροή του σχεδίου και το σκάνδαλο. Εκείνη την περίοδο ο ανακριτής Βλαστός ανοίγει εκ νέου τον φάκελο της δολοφονίας του εκδότη και καθώς ανακρίνει προσωπικά τον Μαστραντώνη, ακούει μία διαφορετική εκδοχή…
Ο δράστης αναφέρει ότι έναν μήνα πριν την επίθεση βρέθηκε τυχαία στα γραφεία του Λαϊκού Πολιτικού Συλλόγου με κάποιους κρατικούς αξιωματούχους και στρατιωτικούς που διατύπωναν τη δυσφορία τους για τις παθιασμένες αντιβασιλικές θέσεις του εκδότη. Ύστερα από μέρες, σε μία άλλη συζήτηση στα γραφεία του Συλλόγου άκουσε κάποιους απ΄ αυτούς να λένε πως «ο Καβαφάκης θέλει σκότωμα, γιατί με το ξύλο δεν βάζει μυαλό…».
Ο Μαστραντώνης υποστηρίζει ότι κάποιοι στρατιωτικοί που είχε γνωρίσει εκείνο το βράδυ στον Σύλλογο, τον μέθυσαν και τον παρέσυραν στην Τροίας έξω από το σπίτι του θύματος. Όταν όμως άκουσε τους πυροβολισμούς δεν ήταν παρών. Έκανε εμετό σε μία σκοτεινή γωνία στο πλάι του σπιτιού. Καθώς μετά την επίθεση όλοι τράπηκαν σε φυγή ο πραγματικός δράστης άφησε το περίστροφο δίπλα στον ίδιο για να τον ενοχοποιήσει. Κατήγγειλε εμπλοκή στην υπόθεση του τότε αστυνομικού διευθυντή Αθηνών και είπε πως όσο βρισκόταν στο κρατητήριο δέχθηκε αρκετές επισκέψεις από μέλη του Συλλόγου, που του πρόσφεραν χρήματα για να πάρει επάνω του το έγκλημα.
Το ταραγμένο κλίμα της εποχής, οι φιλότιμες προσπάθειες της επαναστατικής κυβέρνησης να ξεδοντιάσει το παρακράτος και να καθαρίσει το δημόσιο από τη διαφθορά, να τακτοποιήσει στοιχειωδώς τις φουρνιές των προσφύγων από τη Μικρασία και να εμπνεύσει ασφάλεια κι αισιοδοξία τον λαό, βάζουν στη άκρη την υπόθεση εξιχνίασης της δολοφονίας Καβαφάκη. Τον επόμενο πια χρόνο μπαίνει στο αρχείο κρατώντας ουσιαστικά στην αφάνεια τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας.
Το «παιδί» του θύματος, όμως, έχει μέλλον… Έως ότου ο γιος του, Χρήστος, φτάσει σε σημείο να αναλάβει το δημιούργημα του πατέρα του, τη διεύθυνση του Ελεύθερου Τύπου παίρνει ο αδελφός του Καβαφάκη, Διομήδης. Το 1927, ο Χρήστος έρχεται σε ρήξη με τους μικρομετόχους συνιδιοκτήτες και η εφημερίδα αναστέλλει την κυκλοφορία της. Το 1963 επιχειρείται επανέκδοσή της, αλλά αποτυγχάνει και ξανακλείνει. Είκοσι χρόνια μετά, ο εκδότης Άρης Βουδούρης αγοράζει τον τίτλο και την βγάζει εκ νέου σε κυκλοφορία.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
«ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ / ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΙΚΡΟΪΣΤΟΡΙΑ», Γιάννης Ράγκος (Εκδ. POLARIS)
«Ανδρέας Καβαφάκης: Η ζωή και η δολοφονία ενός μάρτυρα της μαχόμενης δημοσιογραφίας», Κάρολος Μωραΐτης (Εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α.ΛΙΒΑΝΗ)
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ομαδικό (Εκδ. Εκδοτική Αθηνών)
ΟΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Αντώνης Μακρυδημήτρης (Εκδ. Ι. Σιδέρης)
Αρχείο εφημερίδων