matoula zamani

Τον χειμώνα ζει στην Αμοργό μαζί με τα κατσικάκια της και το καλοκαίρι γυρνάει την Ελλάδα από τόπο σε τόπο, μπαίνει μέσα στο σπίτι μας χωρίς να έχει το κλειδί και το γεμίζει με μελωδίες, στίχους, μηνύματα και λέξεις που αγγίζουν τις ψυχές μας με κάθε πιθανό συναίσθημα, χαράς, λύπης, πόνου, νοσταλγίας. Η Ματούλα Ζαμάνη αγαπά την παραδοσιακή μουσική, την απλότητα στις πράξεις της καθημερινότητας, αναζητά την ελευθερία και στις συναυλίες της νιώθει γυμνή μπροστά το κοινό της.

Σε έναν κόσμο που όλο μας στενεύει, με μοναδικό όπλο την αγάπη και τη μοιρασιά, η Ματούλα θα βρεθεί μπροστά μας με καινούργιο ήχο, τραγούδια και χαρά, τη Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου στο Labattoir στη Θεσσαλονίκη και μας καλεί να ταξιδέψουμε μαζί της και να γίνουμε ένα στο μουσικό της ταξίδι.

Η Ματούλα πιστεύει ότι σπίτι είναι εκεί που έχεις γύρω σου τους ανθρώπους που αγαπάς και κρίνει την απόφασή της να μετακομίσει μόνιμα στην Αμοργό ίσως μία από τις καλύτερες της ζωής της.

«Πήγα στη Νικουριά, είδα ένα μικρό σπιτάκι και λέω στον εαυτό μου: “Μήπως να δοκιμάσω να κάτσω λίγο παραπάνω;”. Αυτή ίσως να ήταν μία από τις καλύτερες αποφάσεις της ζωής μου. Ζω τον χειμώνα εκεί και το καλοκαίρι ταξιδεύω για την περιοδεία μας. Πάντα πίστευα ότι σπίτι είναι εκεί όπου νιώθεις καλύτερα εσύ ο ίδιος, με τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου και αγαπάς. Ένα νησί είναι πολύ όμορφο αλλά αν δεν είσαι καλά με τον εαυτό σου και δεν έχεις και δύο ανθρώπους που πραγματικά να ταιριάζεις, τότε δεν λέει κάτι. Ακόμα και στο νησί πολλοί άνθρωποι δεν είναι καλά, γιατί δεν έχουν κάποιον να μιλήσουν αληθινά, υπάρχει μία υποκρισία.  Υπάρχει μοναξιά όταν δεν έχεις ανθρώπους να πεις δυο κουβέντες παραπάνω. Όσο και να περπατήσεις, όσο και να ταξιδέψεις, άμα μεταφέρεις το τραύμα και την υποκρισία σου, αυτή που σου έχουν φορτώσει, πουθενά δεν θα είσαι καλά. Απλά η ομορφιά του να ξυπνάς και να βρίσκεσαι στο Αιγαίο, είναι κάτι απίστευτο, που δεν συγκρίνεται.

Για κάποιους η ζωή στο χωριό μπορεί να μην είναι ωραία, γιατί είναι μια πολύ μικρή κοινωνία που δεν ταιριάζει σε όλους. Αλλά βρίσκουν τον τρόπο να ξεφύγουν. Πιστεύω ότι η ζωή μας δίνει πόρτες να ξεφύγουμε και να διαλέξουμε τι είναι πιο κοντά σε εμάς. Απλά πρέπει και εμείς να ανοίξουμε τα μάτια μας και να τις δούμε».

Θυμάται την παιδική της ηλικία να περιτριγυρίζεται από κλαρίνα και νταούλια, καταγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την παραδοσιακή μουσική στο υποσυνείδητό της. Η μουσική της μπλέκει ήχους λαϊκούς, έντεχνους, ροκ, παραδοσιακούς, μέχρι και ποπ. Εντάσσει το παραδοσιακό στοιχείο που τόσο αγαπά, χρησιμοποιώντας το ως “όπλο ομορφιάς” στα τραγούδια της, συνδέοντας το παλιό με το καινούργιο.

«Άρχισα να παίζω από μικρή διάφορα από τα παραδοσιακά τραγούδια που άκουγα και όλο αυτό εντάχθηκε ως φυσική απόρροια και στα δικά μου τραγούδια. Κάποια τραγούδια μου είναι εντελώς άσχετα, εντελώς… φλώρικα. Σε κάποια άλλα εντάσσω το παραδοσιακό στοιχείο μέσα τους με έναν τρόπο που μου ταιριάζει εμένα. Αν κάνω διασκευή σε ένα παραδοσιακό τραγούδι, το κάνω χωρίς να παραβιάσω το αρχικό. Μου αρέσουν οι διασκευές των παραδοσιακών τραγουδιών που ακούω τώρα και οι καλλιτέχνες τα κάνουν δικά τους κομμάτια. Έτσι και εγώ προσπαθώ να εντάξω το παραδοσιακό κομμάτι στη μουσική μου ως “όπλο ομορφιάς”, να συνδέσω το παλιό με το καινούργιο. Να βάλω ένα βραχάκι να πατήσεις για να πας κάπου αλλού που δεν ξέρεις, αλλά έχεις αυτά τα δώρα στη φαρέτρα σου.

Όταν σνομπάρεις ο ίδιος την παραδοσιακή μουσική, αυτό δεν φεύγει ποτέ από μέσα σου ή γύρω σου, απλά σε περιμένει στη γωνία. Αυτά τα είδη απαξιώθηκαν φοβερά για πολλά χρόνια. Είχα πάει σε ένα πανηγύρι τις προάλλες και γινόταν πανικός, με φοβερή ποιότητα παιξίματος πάνω στη σκηνή, οι άνθρωποι έπαιζαν με την καρδιά τους. Ο κόσμος από κάτω το απολάμβανε, χόρευε, τραγουδούσε. Αυτοί οι άνθρωποι που δεν σταμάτησαν ποτέ να παίζουν αυτό που αγαπούν, τώρα “δικαιώνονται”. Έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής, τα πανηγύρια είναι τόπος συνάντησης που πάνε όλοι.

Ακόμα και οικονομικά να το πάρεις, δεν μπορούν όλοι πλέον να πάνε στο μπαρ και να σκάσουν 100 ευρώ για ένα βράδυ. Θα πιούν τις ρακές και τα τσίπουρά τους στο πανηγύρι, θα χορέψουν και θα γουστάρουν. Και στην τελική, σε χωριό μεγαλώσαμε!».

Θεωρεί τη δημιουργία ενός τραγουδιού μία μικρή ιεροτελεστία και αγαπά κάθε μέρος στη διαδικασία του.

«Όλη η διαδικασία στη δημιουργία ενός τραγουδιού είναι σαν να παίρνεις μία σκέψη και τη “ντύνεις” για να βγει στο πέλαγος. Οι στίχοι που θα σου έρθουν, αυτοί που δεν θα σου έρθουν. Οι φορές που θα το αφήσεις και θα το ξαναπιάσεις. Να το φτάσεις μέχρι ένα σημείο και τελικά να μην είναι ωραίο. Οι ώρες σε ένα τραγούδι μπορεί να είναι πολλές, σε άλλο λίγες. Να σου έρχονται ιδέες, άλλο να το φαντάζεσαι “γυμνό” και σε άλλο να λες ότι “κάτι μου λείπει”. Η διαδικασία είναι σαν μία μικρή ιεροτελεστία».

Δεν ξέρει αν θέλει να περάσει συνειδητά μηνύματα στον κόσμο μέσα από τα τραγούδια της, αλλά σίγουρα θέλει να κάνει όσους την ακούνε και την βλέπουν πάνω στη σκηνή να νιώσουν όλα τα συναισθήματα της λαϊκής καθημερινής ζωής. Δεν αποφεύγει τον πόνο, την θλίψη και τον θυμό. Είναι και αυτά διαδικασίες της ζωής.

«Δεν ξέρω αν θέλω να περάσω κάτι συνειδητά στον κόσμο. Αυτό που θέλω να περάσω ασυνείδητα είναι ότι συναντιέσαι με κάποιους ανθρώπους, τραγουδάτε όλοι μαζί, μοιράζεσαι τη σκέψη σου και τη μουσική σου που μπορεί να συντροφεύει και τη ζωή του άλλου. Θέλω να μοιραστώ όλα τα συναισθήματα της λαϊκής καθημερινής ζωής: την αγάπη, την διαχείριση του πόνου, το πώς αφήνεις τα πράγματα, πόσο ωραίο είναι να είσαι ο εαυτός σου, να μιλάς. Τα τελευταία 7 χρόνια αυτά πραγματεύονται τα κομμάτια μου. Ο πόνος, η θλίψη, ο θυμός είναι διαδικασίες της ζωής, δεν τα αποφεύγουμε. Να είμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο υποκριτές και συμφεροντολόγοι και όσο το δυνατόν περισσότερο ο εαυτός μας. Το “Και φόρα το δικό σου” περνάει αυτό ακριβώς το μήνυμα: όπως και να είσαι, χαμογέλα με τον δικό σου τρόπο, μην το απαρνηθείς».

Το αίσθημα ενότητας που βλέπει και αισθάνεται στις συναυλίες της είναι μαγικό για αυτήν. Η ίδια θέλει το κοινό της να παίρνει μία δόση ελευθερίας από τις συναυλίες και να την εντάσσει στον αγώνα της καθημερινής του ζωής.

«Βλέπεις ότι όσο μακριά και να είμαστε ο ένας από τον άλλον, στην τελική μας ενώνουν κοινά ένστικτα, αγάπες και ανθρώπινες συμπεριφορές. Είναι μαγικό να βλέπεις αγκαλιά, ανθρώπους που δεν γνωρίζονται. Η μουσική, ακόμα και τους στίχους να μην καταλαβαίνεις, σε κάνει να δονείσαι με τους άλλους μαζί και να μοιράζεσαι πράγματα. Μου αρέσει ο άλλος να νιώθει ελεύθερος για μία στιγμή στη συναυλία και μακάρι για να παίρνει αυτή την ελευθερία και στην καθημερινή του ζωή. Είναι ένας αγώνας στη ζωή, να την κάνουμε ένα “κλικ” πιο όμορφη και πιο ελεύθερη. Γιατί φυσικά δεν είναι όλα τα κομμάτια της όμορφα και χαρούμενα».

Για την Ματούλα δεν υπάρχει συνταγή για πετυχημένη συναυλία.

«Αν έχεις ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα τραγουδιών, τα ίδια αστεία πάνω στη σκηνή, ένα γραφείο από πίσω που σου λέει τι να πεις για να ρέει ομαλά, αυτό όλο κάποια στιγμή χτυπάει τοίχο και σταματά να λειτουργεί. Πετυχημένη συναυλία είναι όταν εσύ εκτίθεσαι τόσο πολύ και νιώθεις γυμνός στη σκηνή και δίνεις τον εαυτό σου απέναντι σε έναν κόσμο που και εκείνος γυμνός είναι εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω αν είναι πετυχημένο, αλλά τουλάχιστον είναι αληθινό.

Στην Ξάνθη παίζαμε ένα τραγούδι για το θέμα της Παλαιστίνης και των Τεμπών. Την ώρα που έλεγα το τραγούδι φύσηξε ένας αέρας, μια πνοή που την νιώσαμε όλοι. Σε κάθε τόπο νιώθεις κάτι διαφορετικό. Ουσιαστικά μπαίνεις στο σπίτι των ανθρώπων και αυτοί στο δικό σου, χωρίς κλειδιά. Αυτό είναι μαγικό».

Η ίδια δεν έχει συνεργαστεί με πολλούς καλλιτέχνες από επιλογή, όμως καθοριστικές θεωρεί τις συναντήσεις που είχε από την πρώτη της επαφή με τη μουσική.

«Ευχαριστώ όλους τους ανθρώπους που μου πρότειναν να συνεργαστούμε, αλλά τη δεδομένη στιγμή ένιωθα ότι κάτι άλλο κυνηγάνε ή κυνηγάω. Καθοριστικές ήταν όλες οι συναντήσεις μου, από τους γονείς μου που με στείλανε στο μουσικό γυμνάσιο, μέχρι τους δασκάλους μου εκεί και τα παιδιά που παίξαμε τα πρώτα μας τραγούδια μαζί στα μικρά μπαράκια. Έπειτα τα χρόνια στα νησιά που παίζαμε σε κόσμο τα τραγούδια που γουστάραμε. Ύστερα τους The Burger Project που δημιουργήσαμε μαζί την τσιγγάνα και παίζαμε για αρκετό καιρό μαζί. Φυσικά, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου που είναι από μόνος του ένα ολόκληρο σύμπαν και ήρθαν τα σύμπαντά μας σε επαφή και περάσαμε κάποια χρόνια μαγικά μαζί. Ποτέ δεν περίμενα ότι το “Μιλώ για σένα” που το έχει σφραγίσει η Μελίνα Κανά θα ξαναέπαιρνε ζωή στην Τεχνόπολη, το 2016. Όλα γίνονται καθοριστικά με έναν τρόπο που δεν το περιμένεις».

Τα χρόνια πλάι στον Θανάση Παπακωνσταντίνου περάσανε γρήγορα με ευκολίες και δυσκολίες. Στην τελευταία του συναυλία, τον απόλαυσε από την πλευρά του κοινού, με τις μοιρασμένες τους στιγμές στο μουσικό τους ταξίδι, να περνάνε μπροστά από τα ματιά της.

«Όταν είσαι ειλικρινής με έναν άνθρωπο, αυτό κυλάει. Με τον Θανάση χωρίς πολλά – πολλά, η σχέση κύλησε και ήταν πολύ δυνατή για εμένα. Στην τελευταία συναυλία επειδή είχα πάει πολύ συγκινημένη, δεν ήθελα καθόλου να ανέβω στη σκηνή, απλά ήθελα να παρακολουθήσω τη συναυλία. Μου είπε η Μάρθα Φριντζήλα να ανέβω στη σκηνή να τραγουδήσουμε μαζί και δεν κατάλαβα πότε ανέβηκα, τραγούδησα και κατέβηκα. Ήμουν σε άλλο κόσμο. Ήθελα να παρακολουθήσω ως κοινό, τη συναυλία ενός ανθρώπου και μιας ομάδας που ήμασταν 5 χρόνια μαζί. Ήταν δυνατό το συναίσθημα, ένιωσα να περνάνε από μπροστά μου, νοσταλγικά, τα χρόνια που ταξιδεύαμε μαζί. Η παύση του τώρα σηματοδοτεί κάτι καινούργιο, δικό του. Ο Θανάσης παίρνει τον δικό του χρόνο στα πράγματα και αυτό είναι το πιο ωραίο».

Έχει πιάσει τον εαυτό της να ακούει όλο και περισσότερη ραπ μουσική, με τις συνεργασίες της με τον Εισβολέα και τον Βέβηλο να εντείνουν την αγάπη της για το είδος. Για την Ματούλα, η ραπ μουσική βγάζει… “αίμα” και ρεαλισμό.

«Θα συνεργαζόμουν ξανά με ράπερς με πολλή χαρά, αν ήταν κάτι που μας ταίριαζε εκείνη τη στιγμή. Ακούω τη μουσική όλων των ανθρώπων και τον τελευταίο καιρό έχω πιάσει τον εαυτό μου να ακούω περισσότερη ραπ. Μου αρέσει πολύ ο Bloody Hawk, τα κομμάτια του Βέβηλου και στη δική μου φάση έτσι όπως τη βιώνω τώρα, τα κομμάτια τους μου έβγαλαν… “αίμα” και ρεαλισμό, είτε αναφέρονται σε όλο αυτό που ζούμε, είτε στην αγάπη.

Δεν πιστεύω καθόλου στις ταμπέλες που βάζουν στη ραπ. Οι συμπεριφορές από πίσω, σε όλα τα είδη, ή είναι καλές ή είναι καφρίλες. Δεν έχει σημασία το πώς βαφτίζουμε το κάθε τι για να το αντέξουμε».

Για τη Ματούλα, η τέχνη και η μουσική δεν μπορούν να λογοκριθούν. «Μπορεί να διαλυθούν όμως, από τους ίδιους τους ανθρώπους μέσα της. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι στο χώρο μας δεν γίνεται μουσική, γίνονται… μαγαζάκια. “Το μαγαζάκι μας να πάει καλά”. Η ίδια η μουσική όμως, δεν σταματάει με τίποτα. Μπορεί να φάει μία κατραπακιά, κατ’ ουσίαν όμως δεν λογοκρίνεται. Αν κράξει ο κάθε πικραμένος δίχως λόγο, αυτό δεν είναι λογοκρισία. Γιατί το μήνυμα που είναι να φτάσει στα αυτιά ενός ανθρώπου, θα φτάσει. Στις συναυλίες, τα μηνύματα περνάνε πολύ ξεκάθαρα και δεν μπορείς να σταματήσεις τον άνθρωπο από το να νιώσει αυτό που είναι να νιώσει».

Ο πόλεμος στην Παλαιστίνη και το δυστύχημα στα Τέμπη της ανακατεύουν το στομάχι. Όλα αυτά που ακούει καθημερινά την επηρεάζουν και όπως λέει η ίδια, την τρώει το «γιατί;».

«Ζούμε μία φρίκη σε ένα δύσκολο τοπίο μίας χώρας που ξεπουλιέται κάθε μέρα με το πρόσημο του τουρισμού. Και από άνθρωποι που είχαμε περιβόλια με λεμονιές και πορτοκαλιές, γίναμε δούλοι του φρέντο εσπρέσο. Σε αυτήν την ξεπουλημένη χώρα που ζούμε, που δεν ξέρεις τι δικαιώματα έχεις, όλα αυτά που ακούμε καθημερινά με επηρεάζουν, με τρώει το “γιατί;”. Προσπαθώ να δυναμώνω και να προσφέρω, όπου μπορώ να βοηθήσω σε όλα αυτά, δεν κρύβομαι. Το πως νιώθει ο καθένας και το τι λέει είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Το θέμα είναι η απλότητα, η κάθε στιγμή του ανθρώπου που αποφασίζει να κάνει κάτι. Δεν λέει, κάνει.

Για μένα επανάσταση είναι η γυναίκα που πάει πέντε η ώρα το πρωί στη δουλειά και αποφασίζει να βάλει νερό σε μία αδέσποτη γάτα. Επανάσταση δεν είναι ένας στίχος και ένα lifestyle».

Ο κορονοϊός και οι καραντίνες την βρήκαν στο νησί. Η κοινωνική έκρηξη που έφερε η πανδημία επιβεβαίωσε τη μοναξιά και έδειξε την πραγματικότητα, σύμφωνα με τη Ματούλα.

«Εμένα όλο αυτό με βρήκε στην Αμοργό, όπου δεν καταλάβαμε τίποτα. Απλά είδαμε ότι μία παραλία που τον Ιούλιο ήταν συνήθως γεμάτη, ξαφνικά ήταν άδεια. Όταν έφυγα για τις μεγάλες πόλεις, είδα φόβο, τρόμο, θυμό. Μετά είδα δίψα. Είδα ανθρώπους είτε να πηγαίνουν πιο κοντά σε αυτό που θέλουν, είτε με θυμό να το διεκδικούν. Όλο αυτό ήταν περισσότερο έκφραση του πραγματικού μας εαυτού, αγκαλιασμένη με φόβο.

Για αυτό οι άνθρωποι χώρισαν, άλλοι δυνάμωσαν εκ νέου, κάποιοι χαθήκαν για να ξαναβρούν τον εαυτό τους. Άλλοι είπαν: “Έτσι θα είναι η ζωή μου από εδώ και πέρα; Δεν θέλω”, που θέλει δύναμη και αυτό».

Όταν φαντάζεται τον εαυτό της σε 10 χρόνια, βλέπει την απλότητα.

«Σε δέκα χρόνια θα είμαι… 11,5 χρονών! Τα τελευταία χρόνια, με μία μικρή ζωή, συνθέτω το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Από τη μουσική που ακούω, από τους ανθρώπους που βλέπω, από τους στίχους που γράφω, από τις δουλειές που έχω να κάνω μέσα στη μέρα, συντίθεται η ζωή μου. Σε δέκα χρόνια βλέπω τον εαυτό μου ερωτευμένο, όπως είμαι τώρα, να γράφω μουσικές, να μπορώ να παίζω, να είμαι καλά με ανθρώπους και να μπορώ να πω “Τι ωραία μέρα!” παρά τις δυσκολίες. Όλα τα άλλα τα αντέχουμε».

Μετά από πολλά χρόνια αποχής τον χειμώνα από επιλογή, φέτος αποφάσισε να είναι με το μικρόφωνο στο χέρι.

«Τα πράγματα έτσι όπως τα ονειρεύομαι, είναι μακριά από τον τρόπο που λειτουργούν τα μαγαζιά πλέον, που φυσικά και αυτά δυσκολεύονται αλλά… Απλά, θέλω η μουσική να είναι για όλους. Έτσι, φέτος ο χειμώνας θα με βρει να παίζω μουσική σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κύπρο και στο εξωτερικό τον Μάρτη».

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

thirteen + 11 =