Οι διαχρονικές μεταβολές στη στάθμη των υδάτων του Αιγαίου έχουν επηρεάσει το χρόνο των εκρήξεων του ηφαιστείου της Σαντορίνης, σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις ξένων επιστημόνων.
Μία νέα διεθνής επιστημονική μελέτη, η οποία συσχέτισε την ηφαιστειακή δραστηριότητα στο νησί με τις αλλαγές στο επίπεδο της θάλασσας κατά τα προηγούμενα 360.000 χρόνια, κατέληξε για πρώτη φορά στο συμπέρασμα ότι όταν η στάθμη των νερών πέφτει πάνω από 40 μέτρα, αυξάνει πλέον η πιθανότητα έκρηξης. Συνεπώς στην εποχή μας που, λόγω κλιματικής αλλαγής, συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή η στάθμη τείνει να ανέβει, η ηφαιστειακή δραστηριότητα έχει σαφή τάση ύφεσης. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να έχει επιπτώσεις για εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν σε ηφαιστειακά νησιά σε όλο τον κόσμο.
Οι ερευνητές από τη Βρετανία και τη Σουηδία, με επικεφαλής τον λέκτορα φυσικής γεωγραφίας Κρις Σάτοου του Πανεπιστημίου Oxford Brookes της Οξφόρδης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», μελέτησαν τις εξελίξεις κατά τις τέσσερις τελευταίες περιόδους παγετώνων, συγκρίνοντας τα γεωλογικό αρχείο των εκρήξεων της Σαντορίνης με το αρχείο των μεταβολών της παγκόσμιας στάθμης των υδάτων. Προηγούμενες μελέτες πάνω στα διαδοχικά στρώματα τέφρας στο νησί έχουν φέρει στο φως 211 εκρήξεις στο παρελθόν, από πολύ βίαιες μέχρι λιγότερο εκρηκτικές. Η «μινωική» έκρηξη που δημιούργησε την καλδέρα, ήταν αυτή που έφερε στο φως μια εντυπωσιακά λεπτομερή γεωλογική ιστορία των προηγούμενων εκρήξεων.
Η νέα μελέτη βρήκε ότι οι 208 από τις 211 εκρήξεις, δηλαδή σχεδόν όλες, συνέβησαν μετά από την πτώση της στάθμης των υδάτων κατά τουλάχιστον 40 μέτρα κάτω από τα σημερινά επίπεδα, ένα φαινόμενο που έλαβε χώρα συχνά στο παρελθόν εξαιτίας της περιοδικής επέκτασης των πάγων. Οι επιστήμονες εκτίμησαν μέσω ειδικού μοντέλου ότι όταν η στάθμη της θάλασσας πέφτει κάτω από ένα όριο, τότε αυξάνεται η πίεση στο εσωτερικό του πάνω μέρους του θαλάμου μάγματος του ηφαιστείου της Σαντορίνης, ώστε το μάγμα να είναι ικανό πια να δημιουργήσει ρωγμές στο φλοιό της γης και έτσι να βρει διεξόδους για να φθάσει στην επιφάνεια, προκαλώντας εκρήξεις.
«Ο μηχανισμός είναι αρκετά απλός: η πτωτική στάθμη της θάλασσας αφαιρεί μάζα από το φλοιό της Γης και εξαιτίας αυτού ο φλοιός ρηγματώνεται. Αυτά τα ρήγματα επιτρέπουν στο μάγμα να ανυψωθεί και να τροφοδοτήσει εκρήξεις στην επιφάνεια», δήλωσε ο δρ Σάτοου. Όπως ανέφερε, είναι γνωστό ότι οι ηφαιστειακές εκρήξεις μπορούν να αλλάξουν το κλίμα (π.χ. η έκρηξη του Πινατούμπο στις Φιλιππίνες το 1992 οδήγησε σε πτώση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά μισό βαθμό Κελσίου), όμως ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή το κλίμα μπορεί να επηρεάσει την ηφαιστειακή δραστηριότητα.
Η συμπεριφορά των μαγματικών θαλάμων που τροφοδοτούν τις ηφαιστειακές εκρήξεις, επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ άλλων από το βάρος και την πίεση που ασκούν τα άνωθεν κείμενα υλικά. Οι διαβρωτικές και τεκτονικές διαδικασίες μπορούν να αφαιρέσουν ή να προσθέσουν τέτοια υλικά σε βάθος χρόνου, όπως το ίδιο μπορούν να κάνουν, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, και τα αυξομειούμενα επίπεδα των θαλασσών, κάτι που εξαρτάται άμεσα από τις κλιματικές συνθήκες.
Στην περίπτωση της Σαντορίνης, σύμφωνα με τους ξένους επιστήμονες, τα γεωφυσικά, πετρολογικά και γεωχημικά δεδομένα που έχουν αναλυθεί έως τώρα, παρέχουν βάσιμες ενδείξεις για την ύπαρξη ενός ρηχού θαλάμου μάγματος σε βάθος περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων κάτω από την καλδέρα του νησιού. Μετά την ισχυρή «μινωική έκρηξη» που είχε αντίκτυπο σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου μέχρι την Κρήτη, το ηφαίστειο θεωρείται ότι βρίσκεται σήμερα στην αρχή του τρίτου κύκλου δραστηριότητάς του και οι πιθανότεροι κίνδυνοι από αυτό είναι απλώς μικρές εκρήξεις. Μάλιστα, με βάση τη νέα μελέτη, οι ερευνητές συμπέραναν ότι, καθώς η στάθμη των υδάτων έχει ανέβει μετά την τελευταία εποχή των πάγων και, παράλληλα, αυξάνεται σταδιακά εξαιτίας της τρέχουσας ανόδου της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και οι σχετικά μικρές εκρήξεις του ηφαιστείου της Σαντορίνης κατά το πρόσφατο παρελθόν πιθανώς θα σταματήσουν σύντομα.
Το ηφαίστειο ουσιαστικά παραμένει εν «υπνώσει» μετά την έκρηξη της Νέας Καμένης το 1950, ενώ η μικρή δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε αυτό το 2011-12, δεν οδήγησε σε έκρηξη, κάτι που, κατά τους ερευνητές, αποτελεί άλλη μία ένδειξη ότι κατά πάσα πιθανότητα έχει αρχίσει η περίοδος ηρεμίας του ηφαιστείου λόγω και της ανόδου του επιπέδου της θάλασσας. Παρόλα αυτά εκτιμούν ότι σε βάθος χρόνου παραμένει ο κίνδυνος μεγάλων εκρήξεων.
Τέλος, χρησιμοποιώντας ως μοντέλο τη Σαντορίνη, τονίζουν επίσης ότι είναι ανάγκη πλέον να λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές στη στάθμη των θαλασσών, όταν αξιολογούνται οι ηφαιστειακοί κίνδυνοι σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Σάτοου, «το 57% των ηφαιστείων στον κόσμο είναι σε νησιά ή σε παράκτιες περιοχές και συχνά γειτνιάζουν με μεγάλους πληθυσμούς. Είναι ζωτική η περαιτέρω έρευνα για να κατανοήσουμε πλήρως τις συνέπειες των μεταβολών της στάθμης των θαλασσών πάνω σε αυτά τα ηφαίστεια, καθώς και τους κινδύνους για τους γύρω κατοίκους».