Alexis Tsipras

Όταν τον Γενάρη του ‘18 ξεκινούσαμε τη μεγάλη και δύσκολη διαπραγμάτευση για την επίλυση του ονοματολογικού που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών, ζήτησα να συναντήσω τους πολιτικούς αρχηγούς. Ήθελα να τους ενημερώσω αναλυτικά, αμέσως μετά την επιστροφή μου από το Νταβός όπου στην πολύωρη συνάντησή μου με τον Ζόραν Ζάεφ, άνοιξε ο δρόμος για την επίλυση μιας δύσκολης διπλωματικής εξίσωσης για ένα πρόβλημα που μετά από τριάντα χρόνια ήταν ακόμα άλυτο.

Ο κ. Μητσοτάκης, αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης τότε, είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Δεν επρόκειτο να δώσει καμία στήριξη στην προσπάθεια επίλυσης. Η συζήτηση όμως, αν και διήρκησε λίγο, ήταν μεστή και ειλικρινής. Σε κάποια στιγμή, θυμάμαι, με ρώτησε αν με δεδομένη την άρνησή του να συναινέσει στην προσπάθεια εξεύρεσης έντιμης λύσης με τους βόρειους γείτονες, θα προχωρούσα. Του απάντησα δείχνοντας προς το Πρωθυπουργικό γραφείo αριστερά μας, πως όποιος κάθεται σε αυτήν τη καρέκλα, οφείλει να κάνει αυτό που θεωρεί εθνικά επωφελές και όχι αυτό που ορίζει το δικό του πολιτικό και κομματικό συμφέρον.

Η συνάντηση τελείωσε σύντομα και έπειτα ξεκίνησε ένας μακρύς κύκλος που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο, με κορυφαίους σταθμούς την 12 η Ιούνη του ‘18 που υπογράψαμε τη Συμφωνία στις Πρέσπες και την 25η Γενάρη του ‘19, όπου παρά την απίστευτη πίεση συλλαλητηρίων, αλλά και επιθέσεων και απειλών και παρά το γεγονός ότι αποχώρησε από τον κυβερνητικό συνασπισμό το μικρότερο συγκυβερνών κόμμα, επικυρώσαμε τη Συμφωνία στη Βουλή.

Πρωταγωνιστής των αντιδράσεων απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν ο λιγομίλητος συνομιλητής μου στη συνάντηση του Μαξίμου το Γενάρη του ‘18, αλλά ο πρώην κάτοικος του Μεγάρου, ο κ. Σαμαράς.

Ο κ. Μητσοτάκης απλά επέλεξε για προφανείς λόγους κομματικού συμφέροντος να υιοθετήσει την ακραία ρητορική του. Για τον κ. Σαμαρά όμως, ήταν κάτι παραπάνω από μικροπολιτική επιλογή, ήταν μια ευκαιρία. Ο πολιτικός που το 1990 έστησε τη καριέρα του ως επαγγελματίας υπερπατριώτης, ρίχνοντας την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για το Μακεδονικό, το 2018 είδε την επανάληψη της ιστορίας όχι ως φάρσα, αλλά ως ευκαιρία να επανακάμψει.

Ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να εκμεταλλευτεί το πολιτικό κόστος της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του κ. Σαμαρά στις πορείες με τις περικεφαλαίες, για να εκλεγεί Πρωθυπουργός. Σήμερα, όμως, καλείται να διαχειριστεί τις αντιφάσεις ανάμεσα στην ανεύθυνη στάση του όταν ήταν στην αντιπολίτευση και στην ανάγκη να υπηρετήσει το συμφέρον της χώρας. Η προσχώρησή του στις ακραίες και πατριδοκάπηλες θέσεις του κ. Σαμαρά χθές, τον καθιστούν Πρωθυπουργό υπό την ομηρεία του σήμερα.

Τον αναγκάζουν, ενώ τιμά τη Συμφωνία που κάποτε αποκαλούσε «εθνική ήττα που έχει ήδη ακυρωθεί στη συνείδηση του λαού» και δίνει –όπως δηλώνει ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας– «μάχες» για την ένταξη της γειτονικής χώρας στη ΕΕ, να παίζει καθυστερήσεις και να αποφεύγει την ψήφιση στη Βουλή των τριών μνημονίων συνεργασίας που απορρέουν από τη Συμφωνία. Και έτσι να εκθέτει τη χώρα διεθνώς. Και ταυτόχρονα να υπονομεύει τα εθνικά μας συμφέροντα, αφού και τα τρία μνημόνια είναι επ’ ωφελεία μας. Κυρίως όμως, οι θέσεις αυτές τον οδηγούν σε ένα θαμπό στίγμα σε σχέση με τις προθέσεις της Κυβέρνησής του, στον κρίσιμο διάλογο με την Τουρκία, σε μια εποχή επικίνδυνης κλιμάκωσης των τουρκικών προκλήσεων.

Η συνέντευξη του κ. Σαμαρά στην «Καθημερινή της Κυριακής» δεν ήταν μόνο μια πρόκληση για τον κ. Μητσοτάκη, αλλά μια πρόκληση για τη χώρα. Ο κ. Σαμαράς αμφισβητεί την πάγια εθνική θέση για διεξαγωγή διερευνητικών και προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η διαρκής κακοφωνία από την πλευρά της Κυβέρνησης δεν είναι κάτι που περνά απαρατήρητο, ούτε από την απέναντι πλευρά ούτε από τον διεθνή παράγοντα.

Η χώρα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή δείχνει να προσέρχεται σε αυτές τις σημαντικές συνομιλίες δίχως να δηλώνει σαφώς, αλλά και δίχως να ξέρει τι επιδιώκει. Χωρίς πυξίδα, χωρίς στρατηγική, χωρίς σαφείς κόκκινες γραμμές. Και ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να παλινωδεί ανάμεσα στη γραμμή του κ. Σαμαρά που λέει ότι κόκκινη γραμμή είναι το ίδιο το τραπέζι του διαλόγου και σε αυτήν του κ. Γεραπετρίτη που λέει ότι κόκκινη γραμμή είναι τα έξι ναυτικά μίλια.

Η εξωτερική πολιτική της χώρας, όμως, είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από τις ίντριγκες και τις ισορροπίες στο εσωκομματικό παιχνίδι της ΝΔ. Οι εξελίξεις το επόμενο διάστημα και οι ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή θα είναι ραγδαίες. Η Τουρκία αναγνωρίζει πόσο δυναμικό είναι το διεθνές περιβάλλον και έχει δείξει με σαφήνεια τις προθέσεις της. Και όσοι επιμένουν ότι δεν έχει στρατηγική ή ότι είναι απομονωμένη ή ότι θα “βολευτεί” μεσοπρόθεσμα σε λογικές διαλόγου «μη-λύσης», μάλλον έχουν χάσει κάθε αίσθηση της πραγματικότητας.

Είδαμε το 2020 τι κόστος έχει για τη χώρα, η Ελλάδα να μην έχει στρατηγική με αρχή, μέση και τέλος για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, τον ελληνοτουρκικό διάλογο, τις ευρωτουρκικές σχέσεις και την αξιοποίηση του ρόλου των ΗΠΑ στην περιοχή. Είδαμε συμμάχους μας να νίπτουν τας χείρας τους, ο ένας μετά τον άλλον, μετά τις χειρότερες προκλήσεις κατά της Ελλάδας της τελευταίας 25ετίας και κυβερνητικούς αξιωματούχους να φάσκουν και να αντιφάσκουν για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.

Σήμερα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να χαραχτεί η εθνική στρατηγική που έλειπε το 2020, τόσο για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, όσο και για τις διερευνητικές για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ με στόχο μια έντιμη συμφωνία στη βάση του διεθνούς δικαίου, διμερώς ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με σαφείς κόκκινες γραμμές. Μια εθνική στρατηγική που –σε συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία– είναι αναγκαίο να υπάρξει και για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ και του πλαισίου Γκουτέρρες.

Αντιθέτως, ο κίνδυνος, αν ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να κάνει πως δεν κατάλαβε τι είπε ο κ. Σαμαράς και συνεχίζει να μη σπεύδει να αποσαφηνίσει τη θέση της Κυβέρνησής του, φοβούμενος ενδεχομένως το εσωκομματικό κόστος, είναι διπλός. Είτε να οδηγήσει τη χώρα σε έναν διάλογο με την πλάτη στον τοίχο, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστούμε σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, είτε να αναλάβουμε στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης την ευθύνη για το ενδεχόμενο ναυάγιο των συνομιλιών.

Όσοι εκτιμούν ότι στη δεύτερη εκδοχή, μικρό το κακό, ας το ξανασκεφτούν. Η επόμενη ημέρα, με μια Τουρκία ολοένα και πιο επιθετική, που θα έχει ενισχύσει τις σχέσεις της με τον διεθνή παράγοντα, θα είναι μια πολύ δύσκολη ημέρα για την Ελλάδα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έλεγε: «Ο πολιτικός πρέπει να έχη το χάρισμα να βλέπη πολύ πρωτύτερα αφ’ όσον βλέπουν οι άλλοι. Αν δεν έχη το χάρισμα τούτο, είναι αδύνατον να μην οδηγήσει την πατρίδα αυτού εις συμφοράς και καταστροφή»Όταν αναφέρθηκα σε αυτά τα λόγια στη Βουλή, ο κ. Μητσοτάκης απάντησε, όπως ο ίδιος επισήμανε, με κριτική στάση για τον Βενιζέλο λέγοντας ότι «μία από τις αρνητικές παρακαταθήκες που τον συνοδεύει και θα τον συνοδεύει, ήταν ο εθνικός Διχασμός».

Δεν ξέρω αν είναι υπερβολή να ζητάμε από τον κ. Μητσοτάκη να έχει αυτό το χάρισμα των ηγετών ή έστω να αποδεχθεί τις ιστορικές ευθύνες της παράταξής του. Αλλά σίγουρα δεν είναι υπερβολή να του ζητάμε να αποφασίσει. Κάθεται στην καρέκλα του Πρωθυπουργού σε κρίσιμες εθνικά στιγμές, όπως και εγώ τόσο το ‘15 όσο και το ‘18. Θα πράξει το εθνικά επωφελές ή το κομματικά αναγκαίο;

Εγώ και στις δύο κρίσιμες περιστάσεις επέλεξα, συνειδητά, το εθνικά επωφελές. Οφείλει και αυτός, έστω τώρα, να πράξει το ίδιο. Διαφορετικά, δεν θα είναι υπόλογος στον κύριο Σαμαρά αλλά απέναντι στην Ιστορία.

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

four × two =