Πολυαναμενόμενη η δεύτερη παγκόσμια πρεμιέρα που θα δούμε φέτος το καλοκαίρι –και συγκεκριμένα στις 22 και 23 Ιουλίου– στην Επίδαυρο, με τον καταξιωμένο Γερμανό σκηνοθέτη Ούλριχ Ράσε στο τιμόνι του αισχύλειου Αγαμέμνονα. Με βασικό χαρακτηριστικό, την ασυνήθιστη και εντυπωσιακή σκηνική του γλώσσα, ο Ράσε είναι από τους πιο συναρπαστικούς και περιζήτητους Γερμανούς σκηνοθέτες, με σημαντική απήχηση στο νεανικό θεατρόφιλο κοινό. Όχι τυχαία. Με μηχανοκίνητα σκηνικά, εντυπωσιακούς φωτισμούς και έντονη μουσική, ο Ράσε εξωθεί τους ηθοποιούς του σε μια βαθιά υπαρξιακή όσο και «μανιακή» ερμηνεία που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο.

Έχοντας αναμετρηθεί στο πρόσφατο παρελθόν με το αρχαίο δράμα σε μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα (Επτά επί Θήβας, Αντιγόνη – 2017, Πέρσες – 2018, Βάκχες, Ηλέκτρα – 2019, Οιδίποδας – 2020), έρχεται για πρώτη φορά στην Επίδαυρο για να παρουσιάσει τη δική του ανάγνωση επάνω στον Αγαμέμνoνα και γύρω από μια περιστρεφόμενη σκηνή, με τους ηθοποιούς να χορεύουν, να τρέχουν και να μιλάνε σε μια απολύτως καλοκουρδισμένη χορογραφία, που θα εκτελείται υπό τους ήχους ζωντανής μουσικής με post rock στοιχεία.

«Ο κόσμος που συγκεντρώνεται στις παραστάσεις του Ούλριχ Ράσε θυμίζει λαϊκό προσκύνημα σε μεγάλο techno club», γράφτηκε στον ξένο τύπο, με αφορμή τον Οιδίποδα που παρουσίασε στο Deutsches Theater Berlin τον περασμένο Αύγουστο, σημειώνοντας στη συνέχεια ότι το «μηχανικό θέατρό» (machine theatre) του Γερμανού σκηνοθέτη επιτρέπει στο κοινό «να περιέλθει σε κατάσταση έκστασης και να φτάσει σε βαθύτερα στρώματα συνείδησης, εκεί που συνήθως αδυνατεί να φτάσει σε μια κατακερματισμένη καθημερινότητα, όπως αυτή που ζούμε».

Γεννημένος το 1969 στο Μπόχουμ της Γερμανίας και με σπουδές στην ιστορία της τέχνης και στη συγκριτική λογοτεχνία, ο Ούλριχ Ράσε είναι από τους πιο πρωτοπόρους σκηνοθέτες της γενιάς του. Το 2013 τιμήθηκε με το Βραβείο Τέχνης της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου, ενώ –εκτός από τις αρχαίες τραγωδίες– στο ρεπερτόριό του περιλαμβάνονται και άλλα σημαντικά έργα, όπως η Σαλώμη του Όσκαρ Ουάιλντ (2009), η Αποκάλυψη του Ιωάννη (2013), ο Θάνατος του Ντάντον (2015) και ο Βόιτσεκ (2017) του Γκέοργκ Μπύχνερ και το τελευταίο έργο της Σάρα Κέιν «4. 48 Ψύχωση» (2020) – όλα ανεβασμένα σε μεγάλα θέατρα κυρίως της Γερμανίας και της Αυστρίας, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Αγαμέμνονας του Αισχύλου είναι το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας, όπου περιγράφεται η επάνοδος του βασιλιά στην πατρίδα του, η υποδοχή και ο φόνος του, καθώς και ο φόνος της Κασσάνδρας την οποία είχε φέρει μαζί του ως «λεία του πολέμου» από την Τροία. Το έργο ολοκληρώνεται με την ικανοποίηση της Κλυταιμνήστρας για το γεγονός ότι σκότωσε εκείνον που είχε θυσιάσει την κόρη της Ιφιγένεια. Ο Χορός όμως αφήνει να εννοηθεί ότι τίποτα δεν μένει ατιμώρητο, δίνοντας τη «σκυτάλη» στον Ορέστη για να αποκαταστήσει την δικαιοσύνη.

Ένας αιώνιος κύκλος εκδίκησης και ανταπόδοσης. Κάθε σταγόνα αίματος που χύνεται πρέπει να εξιλεώνεται με νέο αίμα. Ο καθένας πιστεύει ότι το δίκιο και η θέληση των θεών είναι με το μέρος του και διαπράττει νέα λάθη. Κάπως έτσι, ο Αγαμέμνονας επιστρέφει στην πατρίδα του, μετά από δέκα χρόνια πολέμου κατά της Τροίας, ως θριαμβευτής ήρωας. Εδώ όμως τον περιμένει το μίσος της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας και η επιθυμία της για εκδίκηση. Στον Αισχύλο η σύγκρουση μεταξύ Αγαμέμνονα και Κλυταιμνήστρας είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια διαμάχη μεταξύ συζύγων· είναι μια σύγκρουση για την εξουσία· μια μάχη της μητριαρχίας απέναντι στην πατριαρχία.

Λέει ο ίδιος σκηνοθέτης για το έργο: «Πριν από χιλιάδες χρόνια, ο Τάνταλος εξαπάτησε τους θεούς, ετοιμάζοντας ένα αποτρόπαιο γεύμα, με αποτέλεσμα να καταραστούν την οικογένειά του. Σε κάθε γενιά που ακολούθησε, οι απόγονοι του Τάνταλου δολοφονούνταν από τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς τους. Με εκδίκηση και μίσος, οι θεοί έθεσαν σε κίνηση ένα ασταμάτητο ντόμινο δολοφονιών που μόνο ο Ορέστης θα μπορούσε να τερματίσει. Έχοντας απολέσει σήμερα την πίστη στους θεούς, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ασταμάτητο κύκλο βίας και ατελείωτων πολέμων. Μπορεί η “Ορέστεια” του Αισχύλου να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους ορατούς και αόρατους μηχανισμούς της εξουσίας; Και τι μπορούμε να διδαχθούμε από αυτήν για να σταματήσουμε τους φόνους»;

Συντελεστές:

Σκηνική διασκευή Walter Jens
Σκηνοθεσία – Σκηνικά Ulrich Rasche
Μουσική σύνθεση – Μουσική διεύθυνση Nico van Wersch
Κοστούμια Romy Springsguth
Διεύθυνση Χορού Jürgen Lehmann
Φωτισμοί Gerrit Jurda
Δραματουργία Michael Billenkamp
Παίζουν Liliane Amuat, Anna Bardavelidze, Pia Händler, Thomas Lettow, Max Rothbart, Lukas Rüppel, Noah Saavedra, Myriam Schröder, Moritz Treuenfels, Niklas Mitteregger

Συμπαραγωγή Residenztheater – Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Δικαιώματα της παράστασης Theater-Verlag Desch GmbH, Berlin
Με την υποστήριξη του Federal Foreign Office

Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους

H εκδήλωση εντάσσεται στο πλαίσιο του εορτασμού των 70 χρόνων του Goethe-Institut Athen.

agamemnon

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

17 − 4 =