Όλες τις λεπτομέρειες για τις αφορολόγητες δωρεές και γονικές παροχές, μέχρι του ποσού των 800.000 ευρώ, δίνει η εφαρμοστική εγκύκλιος της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία ανοίγει και τυπικά το δρόμο για την εφαρμογή του μέτρου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διευκρινίσεις που δίδονται για τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα εικονικών δωρεών χρηματικών ποσών.
Όπως ορίζει η εγκύκλιος, η Εφορία θα αναγνωρίζει το αφορολόγητο των 800.000 ευρώ, μόνο για τις δωρεές και γονικές παροχές που πραγματοποιούνται μέσα από το πιστωτικό σύστημα ή οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα αναγνωρισμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι υπόλοιπες δεν θα γίνονται δεκτές.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι θα γίνεται δεκτή η γονική παροχή ή η δωρεά προς τα πρόσωπα που υπάγονται στην Α’ κατηγορία (γονείς, παιδιά, ζευγάρια και εγγόνια) οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, καθώς και η γονική παροχή ή η δωρεά χρηματικών ποσών, η οποία διενεργείται με μεταφορά χρημάτων μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, υπόκεινται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή 10%, μετά την αφαίρεση εφάπαξ αφορολογήτου ποσού 800.000 ευρώ.
Στην περίπτωση που η δωρεά γίνεται με μετρητά δεν θα αναγνωρίζεται από την εφορία.
Ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είναι οι φορολογούμενοι με το «πόθεν έσχες» και τα τεκμήρια διαβίωσης σε περίπτωση απόκτησης κατοικίας από τα παιδιά. Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς προβλέπει ότι με βάση την αντικειμενική αξία και τα τετραγωνικά της κατοικίας η εφορία υπολογίζει ένα ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα.
Οι γονείς που θα δωρίζουν χρήματα στα παιδιά τους μπορεί να απαλλάσσονται από την πληρωμή φόρου αλλά θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν στην εφορία τον νόμιμο τρόπο απόκτησης των χρημάτων που δίνουν στα παιδιά τους.
Οι ελεγκτικές αρχές μπορούν να έχουν πλήρη εικόνα για τα χρηματικά ποσά που δωρίζει κάποιος με άντληση στοιχείων από τις τράπεζες καθώς η διάταξη ορίζει ότι «η δωρεά ή γονική παροχή χρηματικών ποσών διενεργείται με μεταφορά χρημάτων μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων».
Όσοι δεν θα καταφέρουν να δικαιολογήσουν το «πόθεν έσχες» και όσοι δεν θα καταφέρουν να καλύψουν το τεκμήριο διαβίωσης για τις κατοικίες (πρώτη ή και δευτερεύουσες) που τους έγραψαν οι γονείς, οι σύζυγοι ή οι παππούδες και γιαγιάδες θα βρεθούν αντιμέτωποι με την επιβολή έξτρα φόρου που φθάνει ακόμη και 44%.
Οι φορολογούμενοι που θα κάνουν γονικές παροχές η δωρεές χρηματικών ποσών ή ακίνητης περιουσίας στα παιδιά τους, τους συζύγους, τους γονείς ή στα εγγόνια τους θα υποβάλουν σχετική δήλωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αναγράφοντας τον δικό τους ΑΦΜ καθώς και τον ΑΦΜ του αποδέκτη.
Αν πρόκειται για χρηματικό ποσό η εφορία θα ψάχνει μέσα από τις δηλώσεις αυτού που έκανε τη γονική παροχή η δωρεά εάν από το εισόδημα παρελθουσών χρήσεων, ή από το προϊόν πώλησης περιουσιακών στοιχείων στο παρελθόν καλύπτεται το ποσό της γονικής παροχής σε χρήμα και σε περίπτωση μη κάλυψης θα επιβάλλει πρόσθετο φόρο εισοδήματος.
Από την πλευρά του το παιδί θα μπορεί να επικαλεστεί τη δωρεά για να δικαιολογήσει μελλοντικές δαπάνες για αγορές περιουσιακών στοιχείων. Αν πρόκειται για ακίνητο αυτός που το αποκτά θα πρέπει με τα εισοδήματα που θα δηλώνει στην εφορία να καλύπτει το τεκμήριο διαβίωσης.
Για τους φορολογούμενους με χρέη οι αφορολόγητες γονικές παροχές και δωρεές εκτιμάται ότι είναι «δώρο άδωρο».
Η ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τις φορολογικές αρχές, ακόμη και αν οι οφειλές αυτές έχουν υπαχθεί σε ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής οι οποίες εξυπηρετούνται κανονικά, δεν επιτρέπει την λήψη φορολογικής ενημερότητας, πράγμα που ουσιαστικά «μπλοκάρει» τις διαδικασίες των μεταβιβάσεων. Η μόνη λύση για αυτούς τους φορολογούμενους είναι η διασφάλιση των οφειλών με το να βάλουν σε υποθήκη ένα ή περισσότερα ακίνητά τους.
Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Οκτωβρίου, οι γονικές παροχές σε χρήμα μέχρι 800.000 καθώς και οι δωρεές χρηματικών ποσών έως 800.000 μεταξύ συζύγων ή μερών συμφώνων συμβίωσης ή από παππούδες ή γιαγιάδες προς εγγόνια ή από παιδιά σε γονείς είναι αφορολόγητες. Αυτό σημαίνει ότι καταργείται ο φόρος 10% που επιβαλλόταν μέχρι την 1η Οκτωβρίου. Από αυτό το όριο και πάνω επιβάλλεται συντελεστής 10%.