Τον συναντήσαμε στη δουλειά. Και, κυρίως λόγω της μοναδικότητας της τέχνης του, η επαγγελματική μας αυτή σχέση έγινε προσωπική, τόσο ώστε να ισχυριστούμε οτι τον γνωρίσαμε και ότι μεταξύ μας δεν είχαμε πια να πούμε κάτι άλλο. Ίσως έτσι εξηγείται το ότι, συνεργάτες επί 27 χρόνια, δεν βγήκαμε ποτέ για ένα καφέ, για ένα δείπνο – με έναν άνθρωπο που τώρα καταλαβαίνουμε οτι ήταν από τους σπουδαιότερους φίλους μας. Διότι ενώ για να γνωριστείς με κάποιους χρειάζεσαι άπειρο χρόνο συναναστροφής και κουβέντας, με κάποιους άλλους αρκεί μια στιγμή που αποκαλύπτει την βαθειά ουσία του χαρακτήρα τους. Και με τον Χρήστο είχαμε τα τελευταία 26 χρόνια αρκετές τέτοιες στιγμές στα εργοτάξια.
Στα Κύθηρα είχαμε την επαγγελματική ευτυχία να δραστηριοποιούνται πολλοί εξαιρετικοί καλουπατζήδες (από τους πολλούς θα αναφέρουμε μόνο τον αείμνηστο Δημήτρη Κορώνη), οι οποίοι σταδιακά αποσύρονται, αφήνοντας δυστυχώς τεράστιο έλλειμα ποιότητας. Αλλά για τον Χρήστο, μας είχε προετοιμάσει ο Γραφάκος από την αρχή για το πόσο καλός μάστορας ήταν – και το διαπιστώσαμε από το πρώτο κιόλας έργο. Από τότε μέχρι πριν από ένα χρόνο, κάθε φορά που ολοκληρώνονταν ο σκελετός μιας οικοδομής, ζούσαμε την παρακάτω τελετή:
«Καλημέρα Χρήστο.»
«Ε; Ε; Πες την αλήθεια! Τέτοιο μπετό δεν έχεις ξαναδεί.»
Για να πούμε την αλήθεια, κάθε έργο που παρέδιδε –πάντα αψεγάδιαστο και σχολαστικά τακτοποιημένο- ήταν καλύτερο από το προηγούμενο. Οπότε υπομέναμε με ευχαρίστηση την αποχαιρετιστήρια του έργου επίδειξη υπερηφάνιας, την περιήγηση στο γιαπί σαν τελετή παράδοσης, σαν αποκαλυπτήρια ενός μνημείου, ψάχνοντας για μια ατέλεια ώστε να έχουμε κι εμείς να πούμε κάτι.
Πιο πολύ από όλα του Χρήστου θα μας λείψουν αυτές οι χαριτωμένες στιγμές του «αυτοθαυμασμού», οι οποίες όμως δεν ήταν προϊόν ανασφάλειας, ανάγκης για αναγνώριση. Όχι, ο Χρήστος (όπως και κάθε μάστορας που έχει φτάσει την τέχνη του ψηλά) είχε πλήρη αντίληψη της αξίας της δουλειάς του, δεν είχε ανάγκη από κανέναν άλλον να την πιστοποιήσει. Η εργασία του δεν ήταν μια επαγγελματική ή ψυχολογική επένδυση για κάποιον μέλλοντα χρόνο αλλά μια διαρκής κατάθεση του ιδρώτα και της ψυχής, τώρα. Και για αυτόν είχε σημασία, σε μια εποχή πανταχόθεν κυρίαρχης σαχλαμάρας και αναξιοκρατίας, η συμμετοχή σε μια Αντίσταση, η διατύπωση της αξίας που έχει η αξία. Δεν θαύμαζε λοιπόν τον εαυτό του αλλά υπερασπιζόταν την σημασία του να φέρει ο καθένας τη δουλειά του ως λειτούργημα. Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη για αυτό που έκανε και τόσο καλό το αποτέλεσμα ώστε κάθε φορά που ολοκλήρωνε τα μπετά ενός έργου, νιώθαμε να μοιραζόμαστε την πατρότητα, ένα κομμάτι της πνευματικής ιδιοκτησίας να φεύγει από εμάς τους αρχιτέκτονες και να πηγαίνει σε αυτόν.
Όπως όλοι, ήρθε κι έφυγε. Αλλά άφησε αποτύπωμα, απτό έργο που θα το χαίρονται πολλές γενιές, όταν όλοι μας θα έχουμε λίγο-πολύ ξεχαστεί. Και πιστοποίησε έτσι οτι οι άνθρωποι που επενδύουν όλη την αγάπη τους στο παρόν έχουν το βλέμμα στο μέλλον.
«Ε; Ε; Πες την αλήθεια! Τέτοιο μπετό δεν έχεις ξαναδεί. Κι ούτε θα ξαναδείς!»
Με απέραντο σεβασμό και ευγνωμοσύνη,
Ανδρέας και Δροσιά

















