Αρχική Κύθηρα Οδός Κοσμά Τζωρτζόπουλου

Οδός Κοσμά Τζωρτζόπουλου

του Γιώργου Δρυμωνιάτη

blank

Ήταν καλός, ήταν ζεστός ,
ήταν ψυχή και Άνθρωπος,
ήταν πολύς μες στο μικρό,
περίσσιος μες στο τίποτα,
το ξιπασμένο τίποτα,
που με κουκούλα τριγυρνά
κι όλο τον κόσμο κυβερνά,
τούτες τις μέρες του φονιά
που τρώει νιάτα και παιδιά
στης εξουσίας τα πιάτα.

Ήταν ατόφιος, γελαστός,
ευθύς, αντρίκιος, ζηλευτός,
της καλοσύνης πρόσωπο,
εικόνα του δοσίματος
και της αγάπης δείγμα,
που πάνω απ’ όλ΄ αγάπαγε
τον τόπο που εγεννήθει
και πάσχιζε τ’ ανώτερα
ανάμεσα στα κάτω.

Χωρίς να λέει λόγια πολλά,
έχτιζε και πετούσε
και το μπροστά ατένιζε
και το αντροκαλούσε.
Δεν σέρνονταν, σαν σκούληκας
για μιας δεκάρας δόξα,
μα ήταν αητός και πέταγε
κι, ως ήρθε η καταιγίδα,
έπεσε και τραντάχτηκε
και μέριασε ο βράχος,
για να διαβεί η ψυχούλα του
στα επάνω που της πρέπουν.

Σε κλαιν όλα τα Κύθηρα,
όμορφο παλληκάρι,
με την ευαίσθητη ψυχή
και την τρανή σου τόλμη,
που μίσεψες τόσο νωρίς
για τ’ Ουρανού τα πλάτη,
αφήνοντας στα γήινα
την κακοκοινωνία
που να σκοτώνει χαίρεται
ό,τι καλό της τύχει.

Και τί να πω στη μάνα σου,
που τα μαλλιά της ρίχνει;
Ανάθεμα στον τόπο μας ,
θα πω με πλείστη θλίψη,
τον τόπο μας που πάντα του
τους πιο καλούς του τρώει.

Αχ, μαύρο και κακόμοιρο
Τσιρίγο των ανέμων,
Τσιρίγο που στο τίποτα
άριστα πάντα παίρνεις,
Τσιρίγο που τα τέκνα σου
ή πρόσφυγες τα στέρνεις
ή , όσα μείνουν και σ’ υμνούν,
πισώπλατα τα γδέρνεις.

Κοιμήσου, παλληκάρι μου,
που τη ζωή λαλούσες
και τ’ όνειρο καβάλαγες
και στο μπροστά πετούσες
κι άσε αυτούς που σ’ έσπρωξαν
να ζουν στο μαύρο φως τους.
Τί είχαν να σου δώσουνε;
‘Ο,τ’ είχανε εντός τους.
Ίσως, να ζεις εν μέσω αυτών,
άνακρο είναι λάθος.
Αν ξένος είσαι σπίτι σου,
καλύτερος ο τάφος.

Με θλίψη σ’ αποχαιρετώ.
Μεσίστια τα φτερά μου.
Καλοδρομιά προς τ’ άπειρο,
Κοσμά της Πλατιάς Άμμου.

Με αληθινά απέραντη θλίψη
σε αποχαιρετώ με τον τρόπο μου
αδούλωτε και γενναίε νέε.

Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης

blank

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ten − 3 =