Γνώρισα τον Γιώργο σε μεγάλη ηλικία (όχι στην εποχή που δένονται οι πρώτες φιλίες της ζωής μας) και για λίγα χρόνια. Ωστόσο, κέρδισε την καρδιά μου με την ανυπότακτη φύση του και την ακεραιότητά του.
Δεν ήταν αυτό που λένε οι νοικοκυραίοι γεμάτοι θαυμασμό «καλό παιδί». Ήταν ένας από τους τέσσερις πρώτους ‘‘Κόκκινους Δραγονέρους’’. Ένας ακούραστος περιπατητής στην αχανή και εν πολλοίς αγεωγράφητη ήπειρο της Αριστεράς. Κι αν έχανε κάποια στιγμή τον δρόμο, ποιος, άραγε, από εμάς θα μπορούσε να τον κατηγορήσει γι’ αυτό;
Αντιστάθηκε στους ‘‘εμπόρους του μπατριωτισμού’’ (όπως τους αποκαλούσε), στους υποτελείς των συμβόλων και στους δημαγωγούς του εθνικού μας φαντασιακού. Σε μια εποχή εθνικιστικής παραφροσύνης, φόβου – μίσους για τους ξένους και λατρείας της σημαίας, στάθηκε αταλάντευτα ενάντιος· ίσως, όχι πάντα, πειστικά και σωστά, αλλά πάντως έντιμα και γενναία.
Γνώριζε, άλλωστε, ότι η αγάπη της ζωής απαιτεί μεγαλύτερο ηρωισμό από την πεισιθάνατη επιδίωξη ηρωισμού. Γιατί αγάπησε τον Νικόλα του, τα Κύθηρα και την ελευθερία· ό,τι συγκροτεί, δηλαδή, την πραγματική πατρίδα για τον καθένα. Γιατί αγαπούσε τη ζωή, τις παρέες, τις συζητήσεις και τις κόντρες. Έφυγε νωρίς, ξαφνικά, απροειδοποίητα. Κι είχαμε να κάνουμε ακόμα τόσους ωραίους καυγάδες….
– Δημήτρης Κουτραφούρης
—-
Ώριμο τέκνο
«Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης και ώριμο τέκνο της οργής» είχε γράψει ο Κώστας Βάρναλης.
Εμείς αποχαιρετήσαμε ένα τέκνο που ήταν πάντα εκεί, στις ανάγκες της οικογένειάς του, των φίλων του, ακόμα και των αγνώστων αγωνιστών, αλλά κυρίως στο «Αντράκι» του όπως αποκαλούσε, τον γιο του, Νικόλα.
Εμείς αποχαιρετήσαμε το τέκνο της οργής και του θυμού ενάντια στον κόσμο της αδικίας και στην κάθε μορφής κοινωνικής καταπίεσης και καταστολής.
Θα σε θυμόμαστε για πάντα Γιώργο.
– Δημήτρης Κοντολέων
—-
Ο φίλος μου ο κρατικός εχθρός
Α, ρε Τζωρτζ. Πόσα είχαμε πει και όλο λέγαμε και τα ‘παμε και τα ξανάπαμε. Θυμάμαι που όταν πρωτογνωριστήκαμε γκρίνιαζα για τη διάρκεια του ταξιδιού Πειραιάς-Κύθηρα με το πλοίο και εσύ μου έλεγες χαμογελαστά ότι το έκανες τόσο συχνά που το είχες συνηθίσει. Με έκανες να σκεφτώ ότι πρέπει να γκρινιάζω λιγότερο. Από τότε κάναμε πολλές κουβέντες. Και πάντα είχες έναν ιδιαίτερο τρόπο να ξυπνάς τη συνείδηση. Ειδικά όταν είχες πιει μια παραπανίσια μπύρα, γινόσουν τόσο ειλικρινής που δεν ήξερα αν θέλω να σ’ ακούω. Πίστευα πως γινόσουν άδικος. Κούνια που με κούναγε.
Μίλαγες για το ψέμα και την υποκρισία της κοινωνίας, τους βολεμένους, τους νοικοκυραίους, τους φασίστες γύρω μας. Καμιά φορά σε έπιανε το παράπονο για όλους αυτούς που αντιστέκονται στο να γίνει ο κόσμος μας καλύτερος. Ένα γνήσιο παράπονο που σε κάνει να ματώνεις. Αληθινός σύντροφος. Προλάβαμε και φτιάξαμε ένα μπλογκ στο ίντερνετ. Λέμε να το κρατήσουμε. Να το ‘χούμε για να μιλάμε και να αφιερώνουμε τραγουδάκια. Σου στέλνω το παρακάτω…
Νόμος λένε είναι να ξυπνάς πάντα νωρίς,
από την κούραση κι αν θες να μη μπορείς να σηκωθείς.
Νόμος λένε είναι να πηγαίνεις στη δουλειά
που λες εκεί να αναλώνεσαι
δίχως να πληρώνεσαι
και να υπακούς στ’ αφεντικά.
Μάθε φίλε πως, επιστημονικώς
ο αληθινός ο νόμος ο μοναδικός,
είναι ο εξής και συνοπτικώς,
Το δίκιο του εργάτη που δουλεύει συνεχώς.
Νόμος λένε είναι να μην αντιδράς ποτέ,
με το κεφάλι σου σκυφτό πάντα να λες μονάχα ναι.
Νόμος λένε είναι να’ σαι πάντα σιωπηλός,
και τίποτα να μη διεκδικείς
κι άμα πεις να σηκωθείς,
τότε να’ σαι κρατικός εχθρός.
Νόμος λένε είναι να τραβάς πάντα κουπί,
σαν δε σου φτάνουν τα λεφτά τότε να κάνεις προσευχή.
Νόμος λένε δε θα αγαπηθείς ποτέ ξανά,
γιατί η αγάπη έχει το χρόνο της
κι άμα μένει μόνη της,
μόνος σου θα μένεις τελικά.
(ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ – στίχοι: Φάνης Μαργαρώνης – μουσική: Χρήστος Χατζησπύρου)
– Γιώργος Διδυμιώτης
—-
Τώρα που έφυγε και ανακαλώ τις στιγμές που βρέθηκα με το Γιώργο, συνειδητοποιώ οτι δεν υπήρξε ούτε μια φορά που μαζί του να ήμουν χαλαρός και άνετος. Ακόμα και όταν τον πετύχαινα τυχαία και καθόμουν για μια μπύρα στον ήλιο, έξω από το Αστικόν, η κουβέντα και η -όχι και τόσο ασυνήθιστη- σιωπή, είχαν βαρύτητα. Διότι ο Γιώργος είχε μια τέτοια ευθύτητα που σου ενεργοποιούσε αμέσως τον μηχανισμό αυτοκριτικής, σαν φωνή της συνείδησης. Ίσως ήταν η άγνοια των συνθηκών στη μικρή επαρχία, όπου όλοι συναντιόμαστε με όλους και η ανάγκη για αρμονική συμβίωση μας εκπαιδεύει στην ανοχή, σε ανέξοδες επιφανειακές διαφωνίες, σε τεχνικές αποφυγής άμεσων αντιπαραθέσεων. Και την έφερε μαζί του αυτή την αμεσότητα στην έκφραση της γνώμης, εύκολη στην πόλη όπου έχει κανείς το περιθώριο να συναγελάζεται αποκλειστικά με ομοϊδεάτες και να λογοδοτεί μόνο σε αυτούς. Και παρόλο που ο Γιώργος, άνθρωπος με δυνατή πολιτική συνειδητοποίηση και βαθειά αγάπη, έκανε στα Κύθηρα παρέα και με άτομα πολιτικώς εντελώς αδιάφορα ή αντίθετα, ποτέ δεν τους χάριζε κάστανα. Αυτή η διαφορά με το πως φερόμαστε εμείς οι ντόπιοι ήταν που μου αφαιρούσε τη δυνατότητα χαλάρωσης δίπλα του. Και ενίοτε προξενούσε πρωτόγνωρες, αστείες για το νησί καταστάσεις, όπως τότε που ήθελε να πάρει πάνω του την ευθύνη για την καταστροφή της σκάλας στο Καλάμι χωρίς καν να ξέρει ποιος το έκανε, εκνευρισμένος που κάποιος ρουφιάνος είχε καταδώσει στη Δίωξη Ηλεκτρονικού εγκλήματος το blog μας ως υπεύθυνου. Ή όταν μεθυσμένος μεσημεριάτικα στο κατακαλόκαιρο μουτζούρωσε με περηφάνεια την βραχογραφία ελληνικής σημαίας στο Διακόφτι και μετά αρπάχτηκε με τους έκπληκτους διερχόμενους τουρίστες.
Η αλήθεια είναι οτι τα τελευταία χρόνια σπάνια πια βρισκόμασταν. Όμως η σημασία του στη ζωή μου ήταν –και είναι- πολύ μεγαλύτερη από ανθρώπων που βλέπω καθημερινά. Δεν είναι σύνηθες στα Κύθηρα να σου λέει κάποιος «καλημέρα, τι μαλακία πήγες κι έγραψες;» αντί «καλά τα λες, έτσι πρέπει, συνέχισε». Ίσως είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο και θα ευχαριστώ πάντα το Γιώργο για αυτή την παρακαταθήκη.
Ανδρέας Μαριάτος
—-
Αναδημοσίευση από την Dragonera Rossa