Ο Ντίμτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος αντάλλαξε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν τις θέσεις του προέδρου και του πρωθυπουργού της Ρωσικής Ομοσπονδίας την περίοδο 2008-2012 (πριν δηλαδή την συνταγματική μεταρρύθμιση η οποία εξασφάλισε στον πραγματικά ισχυρό άνδρα της χώρας τη δυνατότητα απεριόριστων και μάλιστα αυξημένων σε διάρκεια θητειών) θεωρείτο ο εκπρόσωπος της πλέον φιλοδυτικής πτέρυγας του συμπλέγματος εξουσίας του Κρεμλίνου. Η δε αποπομπή του από την πρωθυπουργία το 2020, με μετακίνησή του στην αντιπροεδρία του ρωσικού Συμβουλίου Εθνικής Αφαλείας, ερμηνεύθηκε ως δείγμα της συνολικότερης σκλήρυνσης της στάσης της ρωσικής ηγεσίας.
Ωστόσο, αφότου ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο Μεντβέντεφ (που δεν έχει χάσει τις ελπίδες να διαδεχθεί για άλλη μία φορά τον Πούτιν στην κορυφή της εξουσίας) έχει μετατραπεί σε εκφραστή, μέσω των λογαριασμών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, των πλέον επιθετικών και ενίοτε χλευαστικών απόψεων έναντι της Δύσης, προφανώς για να αναβαπτισθεί στο νέο πνεύμα της πατριωτικής έξαρσης το οποίο διακατέχει τη χώρα του. Οι δε τοποθετήσεις του έχουν το ενδιαφέρον γνώρισμα ότι διατυπώνονται με μεγαλύτερη ελευθερία από αυτήν που θα επιτρεπόταν σε κατόχους υψηλότερων αξιωμάτων, ωστόσο δεν παύουν να προέρχονται από τον αντιπρόεδρο του σώματος που πραγματικά καθορίζει τις σχέσεις της Ρωσίας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Δεν είναι συνεπώς διόλου αμελητέο ότι το απειλητικό μήνυμα που απηύθυνε τη Δευτέρα δια του Telegram ο Μεντβέντεφ, αφορούσε το Ισραήλ, ήτοι μια χώρα-κλειδί για την Μέση Ανατολή και όχι μόνο, με την οποία η Μόσχα διατηρούσε μέχρι τώρα σχέσεις φιλικές.
Αν το Ισραήλ παραχωρήσει οπλισμό στην Ουκρανία, θα πρόκειται για “εξαιρετικά παράτολμη ενέργεια”, η οποία θα “καταστρέψει” τις ρωσο-ισραηλινές διακρατικές σχέσεις, ανέφερε ο Μεντβέντεφ. Δεν παρέλειψε μάλιστα να προσθέσει ότι ο Στέπαν Μπαντέρα (Ουκρανός εθνικιστής ηγέτης της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως εθνικός ήρωας στη σημερινή Ουκρανία) ήταν ναζιστής, όπως και οι σημερινοί θαυμαστές του, όπως δείχνουν τα σύμβολα που χρησιμοποιούν. Συνεπώς, αν το Ισραήλ τους παράσχει οπλισμό, θα είναι ώρα και να ανακηρύξει ήρωες τον Μπαντέρα και τον συνοδοιπόρο του, Ρομάν Σούχεβιτς.
Η ανάρτηση Μεντβέντεφ αποτέλεσε απάντηση στην πρόταση που διατύπωσε την προηγουμένη ο Ισραηλινός υπουργός Υποθέσεων Διασποράς, Νάχμαν Σάι, ότι “δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ποιον θα έπρεπε να υποστηρίξει” στην αιματηρή σύγκρουση της Ουκρανίας το Ισραήλ, το οποίο θα έπρεπε να στηρίξει εξοπλιστικά την ουκρανική πλευρά, όπως πράττουν το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Σάι αντιδρούσε από την πλευρά του στην πληροφορία (η οποία, καίτοι δεν έχει επιβεβαιωθεί επισήμως, θεωρείται δεδομένη) ότι οι ρωσικές δυνάμεις που επιχειρούν στην Ουκρανία έχουν καταφύγει στη χρήση drones ιρανικής προελεύσεως – και μάλιστα με θεαματικά αποτελέσματα. Πρόκειται για τα μη επανδρωμένα πτητικά συστήματα Shahed-136, τα οποία η ρωσική πλευρά έχει υιοθετήσει, ενδεχομένως με τροποποιήσεις, ως Geran-2.
Περίπλοκες σχέσεις
Οι εξελίξεις αυτές έρχονται να υπενθυμίσουν πόσο περίπλοκες είναι οι σχέσεις στο τρίγωνο Ρωσίας-Ουκρανίας-Ισραήλ.
Το εβραϊκό κράτος, καίτοι αποτελεί τον στενότερο σύμμαχο των ΗΠΑ παγκοσμίως, έχει κρατηθεί μακριά από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και έχει αποφύγει μέχρι τώρα την εμπλοκή στην ουκρανική σύγκρουση δια της αποστολής οπλισμού.
Χαρακτηριστικές επ’ αυτού είναι οι δηλώσεις στα τέλη Σεπτεμβρίου του (εβραϊκής καταγωγής) προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι: “Είμαι σοκαρισμένος. Το Ισραήλ δεν μας έδωσε τίποτε απολύτως”. “Καταλαβαίνω ότι έχουν τα προβλήματά τους με τη Συρία και τη Ρωσία” πρόσθεσε ο Ουκρανός πρόεδρος, απηχώντας την δικαιολογία που προέβαλε σε επικοινωνία του ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιάιρ Λαπίντ, ότι η χώρα του δεν μπορεί να προσφέρει στην Ουκρανία αντιαεροπορικά συστήματα, διότι τα χρειάζεται για την άμυνά της.
Η σχέση εργασίας που θέλησε να διατηρήσει με τη Ρωσία το Ισραήλ έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η παρουσία περίπου ενός εκατομμυρίου Ισραηλινών πολιτών με καταγωγή από την πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο εβραϊκό κράτος ιδίως την δεκαετία του ΄90 (ακόμη και σήμερα το Ισραήλ, ως χώρα που δεν απαιτεί βίζα, είναι ένας από τους κύριους προορισμούς των Ρώσων, οι οποίοι αντιτάσσονται στο κλίμα που επικρατεί στη χώρα τους ή θέλουν να αποφύγουν τη στράτευση). Ένας άλλος λόγος είναι η φιλοδοξία να καταστεί το Ισραήλ χώρος υποδοχής ρωσικών κεφαλαίων τα οποία συναντούν πλέον φραγμό στη Δύση.
Όμως η κυριότερη παράμετρος είναι εκείνητης ασφάλειας. Το Ισραήλ έχει τρόπον τινά τη Ρωσία “γείτονα”, μετά την ανάπτυξη ρωσικών δυνάμεων στη Συρία το 2015. Και η ιδιόμορφα συνεργατική σχέση των δύο πλευρών αποτυπώνεται στο γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια οι ισραηλινές επιδρομές επί συριακού εδάφους (κυρίως έναντι στόχων που αφορούν την παρουσία του Ιράν και των συμμάχων του στη χώρα του Άσαντ) συνεχίζεται, χωρίς καμία αντίδραση της ρωσικής πλευράς.
Ο παράγοντας Νετανιάχου
Κατά μία έννοια, η ρωσική παρουσία στη Συρία ήταν για το Ισραήλ ένα καλοδεχούμενο αντίβαρο στην ιρανική επιρροή. Και βέβαια η προσωπική σχέση που είχε αναπτύξει ο Βλαντίμιρ Πούτιν με τον πρώην πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου εξασφάλιζε μεγάλο βαθμό συνεννόησης – πράγμα που δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό με τους διαδόχους του. Άλλωστε η πτώση του Νετανιάχου και η πολιτική ρευστότητα που ακολούθησε είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την ανησυχία που προκαλούσε σε μεγάλο τμήμα του ισραηλινού κατεστημένου η φθορά την οποία επέφερε στις σχέσεις με την κυβέρνηση των ΗΠΑ (αλλά και την αμερικανο-εβραϊκή κοινότητα) η αδιάλλακτη στάση του πρώην πρωθυπουργού και η εμπλοκή του σε ενδοαμερικανικές διαιρέσεις, πάντα στο πλευρό των Ρεπουμπλικανών.
Ωστόσο οι Ισραηλινοί ιθύνοντες δεν μπορούν παρά να παρακολουθούν με ανησυχία την πρόσφατη σύσφιξη των σχέσεων της Ρωσίας με το Ιράν – και όχι μόνο στο εξοπλιστικό πεδίο. Ο μεγάλος περιφερειακός ανταγωνιστής του Ισραήλ μόλις εντάχθηκε στον ρωσικής εμπνεύσεως Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, ενώ η Μόσχα, πολύ χαρακτηριστικά, όχι μόνο δεν διακόπτει αλλά μάλλον αναβαθμίζει τις σχέσεις της με μεσανατολικές οργανώσεις ιρανικής επιρροής, όπως η λιβανική Χεζμπολλάχ και η παλαιστινιακή Χαμάς.
Παράλληλα, η Μόσχα καταφέρνει να συσφίγγει τις σχέσεις της και με τις (αντίπαλες προς το Ιράν) αραβικές μοναρχίες, όπως παρακολουθούμε αυτές τις ημέρες με την σύμπραξη Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας στους κόλπους του OPEC+ ή τις συναντήσεις του Πούτιν με τον Εμίρη του Κατάρ και τον ισχυρό άνδρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Ζάγιεντ.
Συνεπώς μεγάλες “μετακινήσεις τεκτονικών πλακών” είναι λογικό να αναμένονται στο πλέγμα των σχέσεων της Μέσης Ανατολής με τη χώρα του Πούτιν.
Κώστας Ράπτης