Ο κόσμος βρίσκεται στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της αποτυχίας των πολιτικών ηγετών της Δύσης να είναι ειλικρινείς όσον αφορά τις αιτίες των κλιμακούμενων παγκόσμιων συγκρούσεων.
Η βασική αφήγηση της Δύσης εντάσσεται στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Η βασική ιδέα των ΗΠΑ είναι ότι η Κίνα και η Ρωσία είναι αδυσώπητοι εχθροί που «προσπαθούν να διαβρώσουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία».
Οι χώρες αυτές είναι, σύμφωνα με τις ΗΠΑ, «αποφασισμένες να μετατρέψουν τις οικονομίες σε λιγότερο ελεύθερες και λιγότερο δίκαιες, να αναπτύξουν τους στρατούς τους και να ελέγχουν πληροφορίες και δεδομένα για να καταστείλουν τις κοινωνίες τους και να επεκτείνουν την επιρροή τους».
Η στρατηγική ασφαλείας των ΗΠΑ δεν είναι έργο ενός και μόνο προέδρου, αλλά του αμερικανικού κατεστημένου ασφαλείας, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό αυτόνομο και λειτουργεί πίσω από ένα πέπλο μυστικότητας.
Η αφήγηση της Δύσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια απρόκλητη επίθεση του Πούτιν στην προσπάθειά του να αναδημιουργήσει τη ρωσική αυτοκρατορία.
Ωστόσο, η πραγματική ιστορία ξεκινάει με την υπόσχεση της Δύσης προς τον Σοβιετικό πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί προς τα ανατολικά, την οποία ακολούθησαν τέσσερα κύματα διεύρυνσης του ΝΑΤΟ: το 1999, με την ενσωμάτωση τριών χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, το 2004, με την ενσωμάτωση επτά ακόμη χωρών, μεταξύ των οποίων χώρες της Μαύρης Θάλασσας και της Βαλτικής, το 2008, με τη δέσμευση να διευρυνθεί προς την Ουκρανία και τη Γεωργία, και το 2022, με την πρόσκληση στο ΝΑΤΟ τεσσάρων ηγετών της Ασίας και του Ειρηνικού για να στοχεύσουν την Κίνα.
Είναι καιρός να αναγνωρίσουν οι ΗΠΑ τις πραγματικές πηγές ασφάλειας: την εσωτερική κοινωνική συνοχή και την υπεύθυνη συνεργασία με τον υπόλοιπο κόσμο.
Φυσικά, το ΝΑΤΟ λέει ότι αυτά γίνονται για αμιγώς αμυντικούς λόγους, επομένως ο Πούτιν δεν πρέπει να έχει τίποτα να φοβάται. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν δεν θα πρέπει να λάβει υπόψη του τις επιχειρήσεις της CIA στο Αφγανιστάν και στη Συρία, τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ το 1999, την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι από το ΝΑΤΟ το 2011, την κατοχή του Αφγανιστάν από το ΝΑΤΟ επί 15 χρόνια, ούτε την «γκάφα» του Μπάιντεν που ζήτησε την απομάκρυνση του Πούτιν (η οποία φυσικά δεν ήταν καθόλου γκάφα), ούτε τον υπουργό Αμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Οστιν που δήλωσε ότι ο πολεμικός στόχος των ΗΠΑ στην Ουκρανία είναι η αποδυνάμωση της Ρωσίας.
Στον πυρήνα όλων αυτών βρίσκεται η προσπάθεια των ΗΠΑ να παραμείνουν η ηγεμονική δύναμη του κόσμου με την αύξηση των στρατιωτικών συμμαχιών σε όλο τον κόσμο για να περιορίσουν ή να νικήσουν την Κίνα και τη Ρωσία.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη, παρανοϊκή και ξεπερασμένη ιδέα. Οι ΗΠΑ αριθμούν μόλις το 4,2% του παγκόσμιου πληθυσμού, και σήμερα μόλις το 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ (μετρούμενο σε διεθνείς τιμές). Στην πραγματικότητα, το συνδυασμένο ΑΕΠ του G7 είναι τώρα μικρότερο από αυτό των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), ενώ ο πληθυσμός του G7 αποτελεί μόλις το 6% του παγκόσμιου πληθυσμού σε σύγκριση με το 41% των BRICS.
Υπάρχει µόνο μία χώρα της οποίας η αυτοανακηρυγμένη φαντασίωση είναι να αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο: οι ΗΠΑ. Είναι καιρός να αναγνωρίσουν οι ΗΠΑ τις πραγματικές πηγές ασφάλειας: την εσωτερική κοινωνική συνοχή και την υπεύθυνη συνεργασία με τον υπόλοιπο κόσμο, αντί της ψευδαίσθησης της ηγεμονίας.
Με μια τέτοια αναθεωρημένη εξωτερική πολιτική, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα απέφευγαν τον πόλεμο με την Κίνα και τη Ρωσία και θα επέτρεπαν στον κόσμο να διαχειριστεί τις μυριάδες περιβαλλοντικές, ενεργειακές, διατροφικές και κοινωνικές κρίσεις που αντιμετωπίζει.
Πάνω απ’ όλα, σε αυτή την εποχή του ακραίου κινδύνου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να επιδιώξουν την πραγματική πηγή της ευρωπαϊκής ασφάλειας: όχι την ηγεμονία των ΗΠΑ, αλλά τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις ασφαλείας που σέβονται τα νόμιμα συμφέροντα ασφαλείας όλων των ευρωπαϊκών εθνών, σίγουρα συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, αλλά και της Ρωσίας, η οποία συνεχίζει να αντιστέκεται στις διευρύνσεις του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα.
Η Ευρώπη θα πρέπει να αναλογιστεί το γεγονός ότι η μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ ΙΙ θα είχαν αποτρέψει αυτόν τον φοβερό πόλεμο στην Ουκρανία. Σε αυτό το στάδιο, η διπλωματία και όχι η στρατιωτική κλιμάκωση είναι ο πραγματικός δρόμος για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ασφάλεια.
* Ο κ. Τζέφρι Ντ. Σακς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia, διευθυντής του Κέντρου Αειφόρου Ανάπτυξης του ίδιου πανεπιστημίου και πρόεδρος του δικτύου λύσεων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Εχει διατελέσει σύμβουλος τριών γενικών γραμματέων του ΟΗΕ και, τώρα, υπηρετεί ως υπέρμαχος ΣΒΑ (Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης) υπό τον γενικό γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες.