Το πολιτικό προσωπικό των κομμάτων όλων των πτερύγων της αστικής πολιτικής υποτιμά την τουρκική απειλή ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα της χώρας. Οι όποιες «ανησυχίες» εκδηλώνονται σε στιγμές μεγάλης έντασης, όπως οι τωρινές, και συνοδεύονται από τη «βεβαιότητα» ότι ο συμμαχικός παράγοντας θα αποτρέψει μια γενικευμένη σύγκρουση και ως «δια μαγείας» ο εξευτελισμός της πολιτικής υποχωρητικότητας θα διασωθεί, μαζί και η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.
Για το λόγο έχει αναγορεύσει σε μοναδικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής την ικανοποίηση κάθε απαίτησης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ με μοναδικό αντάλλαγμα τα «φιλικά κτυπήματα στη πλάτη» και τη δήθεν αναγνώριση της χώρας ως «στρατηγικού εταίρου».
Αποπροσανατολισμός και σύγχυση
Σε πείσμα των γεγονότων και των διαψεύσεων των συμμαχικών εγγυήσεων η πολιτική ελίτ και πλήθος εξαρτημένων ινστιτούτων σκέψης, καθηγητών και δημοσιολόγων αναπαράγουν εκβιαστικά διλήμματα για να ενσταλάξουν σύγχυση και κυρίως φόβο στους πολίτες, κρίσιμους παράγοντες δικαιολόγησης της διατεταγμένης υποχωρητικότητας και αποδοχής της ευρωατλαντικής στρατηγικής.
Η αναγνώριση «δικαίων» στις τουρκικές απαιτήσεις και η καταγγελία του «μαξιμαλισμού» των ελληνικών θέσεων οδηγεί στην εδραίωση της πεποίθησης «ας τα βρούμε» που αποτελεί και μοναδική επωδό κάθε δήλωσης συμπαράστασης από Ουάσιγκτον ή Βερολίνο.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις παρουσιάζονται ως πρόβλημα διαμοιρασμού των πόρων και του φυσικού πλούτου του Αιγαίου ή της Αν. Μεσογείου και άρα η «συνεκμετάλλευση» ή η προσφυγή στη Χάγη θεωρείται ως ρεαλιστική λύση έναντι του πολέμου.
Αλήθεια πιστεύει κανείς ότι αν οι τουρκικές απαιτήσεις αφορούσαν την συνεκμετάλλευση πόρων δεν είχε, ως τώρα, βρεθεί λύση; Ο τούρκικος επεκτατισμός δεν περιορίζεται εκεί. Η Τουρκία οραματίζεται να αναδειχθεί σε μεγάλη δύναμη της περιοχής και αναζητεί διεύρυνση ζωτικού χώρου σε στεριά και θάλασσα. Η στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας», παρά το ιστορικό της βάθος, έρχεται επιθετικά στην καθημερινότητα όλων των λαών της περιοχής σε μια συγκυρία μεγάλης γεωπολιτικής κρίσης και αναδιάταξης της ιμπεριαλιστικής ισχύος, που η Άγκυρα θεωρεί ότι την εξυπηρετεί και εντέχνως και αποφασιστικά εκμεταλλεύεται. Δεν είναι λοιπόν μόνο οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο και τη Κύπρο. Την ίδια πολιτική εφαρμόζει στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αρμενία, παρεμβαίνει επιθετικά στα Βαλκάνια, στη Λιβύη, στη Βόρεια Αφρική, στο Κατάρ και τις χώρες του Κόλπου, στις χώρες της Υπερκαυκασίας μέχρι την Κεντρική Ασία και τη Κίνα (Ουιγούροι).
Είναι ακριβώς οι ευρύτεροι στόχοι που έχει θέσει η τουρκική πολιτική τάξη που την κάνουν να απορρίπτει μετά βδελυγμίας όχι μόνο τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που προτείνουν Αθήνα και Λευκωσία, όχι μόνο την προσφυγή στη Χάγη αλλά ακόμα και τη δέσμευση της στο Δίκαιο της Θάλασσας που οι προβλέψεις του δεν την εξυπηρετούν.
Η Άγκυρα επιχειρεί να επιβάλλει μια ατζέντα με βάση το δίκαιο του ισχυρού. Στα ελληνοτουρκικά η «επίλυση» των διαφορών συμπεριλαμβάνει όχι μόνο διεκδικήσεις για τα κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, από το Αιγαίο μέχρι τη Θράκη. Στην πραγματικότητα επιχειρεί να θέσει την Ελλάδα υπό την ηγεμονία της. Ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται την ελληνική υποχωρητικότητα ανεβάζοντας τον πήχη των διεκδικήσεων όντας αποφασισμένη να καταφύγει στη χρήση πολεμικής ισχύος όπως αλλού. Η ανοχή της Δύσης διεγείρει τις επεκτατικές της βλέψεις.
Αυτή ακριβώς τη διάσταση των πραγμάτων αρνείται να δει η ελληνική πλευρά υποταγμένη στις ΝΑΤΟϊκές προτεραιότητες. Και μέσα από αποσιωπήσεις και ψέματα καταφεύγει στο εκβιαστικό δίλημμα «τι προτιμάτε, πόλεμο;». Το ατύχημα βέβαια είναι ότι η πολιτική κατευνασμού φέρνει τον πόλεμο πιο κοντά.
Κανείς δεν προτιμά το πόλεμο. Επιθυμεί μια ενεργητική πολιτική αποτροπής του. Αλλά η ιστορία δεν ρωτά πάντα τους πολίτες. Αν χρειαστεί χρειάζεται να αντιτάξει απέναντι στην καλλιεργούμενη ηττοπάθεια το πραγματικό δίλημμα. Άμυνα ή το μισό Αιγαίο να χάσει το χρώμα του;
Σπύρος Παναγιώτου