Το Εργαστήριο Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ παρουσίασε το καλοκαίρι μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη σχετικά με τον τρόπο «κάλυψης της επιδημίας του κορωνοϊού από τα ΜΜΕ». Εκεί φάνηκαν και αρκετές αδυναμίες στο ζήτημα αυτό. Ο Κώστας Αργυρός και το rosa.gr μίλησαν με τον Γιώργο Πλειό για την επικοινωνιακή διαχείριση και των τριών φάσεων της πανδημίας όπως τις έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος, την πρώτη την «πολεμική», την δεύτερη την «θριαμβευτική» και την τρίτη την «απολογητική-αυταρχική». Επίσης, μίλησε για την διαφαινόμενη επιθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε παρεμβάσεις ελέγχου περιεχομένου και στο διαδίκτυο.
– Ποια ήταν λοιπόν τα χαρακτηριστικά της πρώτης φάσης;
Εγώ θα την χαρακτήριζα ως την «πολεμική», της βαρειάς επικοινωνιακής διαχείρισης, επειδή η κυβέρνηση χρησιμοποίησε αυτή τη φρασεολογία, προσπαθώντας να δείξει ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση πολέμου. Εκεί υπήρξαν και μια σειρά από ενισχύσεις προς τα ΜΜΕ, ακόμα και κάποιων ανύπαρκτων αλλά και κάποιες διοικητικές ρυθμίσεις που έγιναν προκειμένου να έχουν διευκολύνσεις τα Μέσα.
Ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκαν και τρία φίλτρα ελέγχου της ενημέρωσης των πολιτών. Το ένα αφορούσε το ποιοί διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι θα είχαν πρόσβαση στην καθημερινή συνέντευξη τύπου. Το δεύτερο ήταν η διαμεσολάβηση του εκπροσώπου της πολιτείας, που διάβαζε τις σχετικές ερωτήσεις. Δεν τις έθεταν απευθείας οι δημοσιογράφοι, άρα είχε ένα περιθώριο διαχείρισης τουλάχιστον εξωλεκτικής των ερωτήσεων. Επικοινωνία δεν είναι μόνο το λεκτικό είναι και το εξωλεκτικό, που υπάρχει. Και το τρίτο ήταν ότι και οι τρεις εκπρόσωποι Τσιόδρας, Χαρδαλιάς, Κοντοζαμάνης ήταν πολιτικοί εκπρόσωποι. Και ο Σωτήρης Τσιόδρας ήταν επίσημα ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό. Με αυτή την ιδιότητα ενημέρωνε. Ηταν λοιπόν τρεις οι εκπρόσωποι, αλλά είχαν μια ερώτηση μόνο οι δημοσιογράφοι. Παρόμοιο μοντέλο ακολουθήθηκε και στην Τσεχία, όπου επίσης η πρόσβαση στην αίθουσα ενημέρωσης ήταν ελεγχόμενη. Υπήρχαν βεβαίως και πιο βαριές περιπτώσεις όπως η Ουγγαρία, αλλά αυτή είναι εκτός συζήτησης.
Αυτή ήταν λοιπόν μια «βαρειά» επικοινωνιακή διαχείριση πολεμικού τύπου με πολλά διαγγέλματα, με τη συνοδεία κυρώσεων θετικού ή αρνητικού τύπου. Υπήρχαν βεβαίως και πολλά στοιχεία αντιφατικότητας στην επικοινωνιακή διαχείριση. Για παράδειγμα ενώ υπήρχε έντονο στοιχείο «αυστηρότητας» υπήρχε μια χαλαρότητα απέναντι στην Εκκλησία. Θυμάστε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να λέει ότι μπορείτε να συμπληρώσετε έναν κωδικό για σούπερ μάρκετ και να πηγαίνετε για «ατομική προσευχή». Τέτοια αντιφατικά μηνύματα λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά για όσους δεν πίστευαν στον κορωνοϊό. Ενίσχυσαν τη δυσπιστία για την ορθότητα όσων έλεγε η επιστημονικότητα για τον ιό και τον τρόπο μετάδοσής του. Βοήθησε ουσιαστικά αυτό, που αργότερα χαρακτηρίστηκε «κίνημα των ψεκασμένων». Ανάλογα αντιφατικά μηνύματα έστειλαν και δηλώσεις του εκπροσώπου του υπουργείου Υγείας για τις μάσκες, που άλλοτε «δεν βοηθάνε» και άλλοτε «βοηθάνε».
Σε ό,τι αφορά τα ΜΜΕ που ερευνήσαμε, είδαμε ότι το 70% των θεμάτων δεν αφορούσε τα μέτρα προστασίας, ενώ μικρή ήταν η αναφορά και στους τρόπους μετάδοσης, αλλά και σε ό,τι αφορά την έκταση της πανδημίας σε κάποιες χώρες. Η ενημέρωση κυριαρχήθηκε από τα διαφημιστικά σποτ «Μένουμε σπίτι», τα οποία είχαν τα καλά και τα κακά που έχει πάντα μια διαφήμιση. Άλλο άρτια ενημέρωση και άλλο το διαφημιστικό σποτάκι.
– Και μετά ήρθε η καλοκαιρινή περίοδος της χαλάρωσης.
Τη δεύτερη περίοδο που ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου αμέσως μετά την άρση του lockdown και κρατά περίπου ως τα μέσα Οκτώβρη θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ως «θριαμβευτική». Είναι δηλαδή η επικοινωνιακή διαχείριση του «θριάμβου» απέναντι στην πανδημία. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και μια εξαργύρωση της επιτυχίας σε όρους αγοράς. Μια σαφής προσπάθεια της κυβέρνησης και των ΜΜΕ να προβάλουν τη χώρα ως υγειονομικά ασφαλή για να έρθουν τουρίστες. Μια διαχείριση δηλαδή που εξαργυρώνει σε όρους τουριστικών ροών την επιτυχία της πρώτης περιόδου. Τόσο προς το εσωτερικό για πολιτικούς λόγους, αλλά και προς το εξωτερικό για προσέλκυση τουριστών. Δηλαδή σε κάθε επικοινωνιακό βήμα έχουμε και την πολιτική και την οικονομική διάσταση.
Σε αυτή τη φάση επειδή κάποια στιγμή κατάλαβαν ότι θα υπάρξει αύξηση κρουσμάτων επεξεργάστηκαν και τη στρατηγική της «ατομικής ευθύνης». Όχι ότι δε μιλούσαν και στην πρώτη φάση για την ατομική προστασία, αλλά εδώ, επειδή άρχισαν να βλέπουν την αύξηση κρουσμάτων κυριάρχησε πλέον η λογική της «ατομικής ευθύνης». Ο σκοπός όσο άρχισαν να ανεβαίνουν τα κρούσματα ήταν, όπως καταλαβαίνουμε, να αποκρύψει την πολιτική ευθύνη, η οποία αποτελεί τα δύο τρίτα για την προστασία απέναντι στον κορωνοϊό. Κι εξηγώ τι εννοώ. Προφανώς η ατομική προστασία είναι το ένα σκέλος. Η αποστασιοποίηση είναι το δεύτερο σκέλος. Και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης εδώ ανήκει στην πολιτεία γιατί μιλάμε για αποστασιοποίηση στα Μέσα Μεταφοράς, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στους χώρους εστίασης και αναψυχής… Η πολιτεία όμως είχε επιλέξει να προσελκύσει τουρίστες και μάλιστα χωρίς επαρκή έλεγχο και ιχνηλάτηση των επαφών τους. Το τρίτο μέρος αφορά την ιατρική αντιμετώπιση που σημαίνει γιατροί, νοσοκομεία, ΜΕΘ, τεστ, φάρμακα και λοιπά. Και εκεί η κυβέρνηση ουσιαστικά αδράνησε, δεν έκανε τίποτα. Επομένως τα δύο τρίτα της ευθύνης ανήκουν στην δημόσια διοίκηση με επίκεντρο την κυβέρνηση φυσικά. Οταν είδαν λοιπόν να επιδεινώνεται η κατάσταση εισήγαγαν μετ’ επιτάσεως τη θεωρία της «ατομικής ευθύνης», η οποία συνεχίστηκε φυσικά μέχρι πρόσφατα, μέχρι την απόφαση για το δεύτερο lockdown. Ήταν ουσιαστικά μια νέα ενοχική και ταυτόχρονα ενοχοποιητική «περιβολή» της επικοινωνιακής στρατηγικής τους, που στη συνέχεια πήρε και τη μορφή της καταστολής.
– Kαι ξεκίνησε η τρίτη και πιο δύσκολη περίοδος.
Την οποία εγώ την αποκαλώ «αυταρχική» και «απολογητική» μαζί. Απολογητική γιατί το κύριο στοιχείο στην επικοινωνιακή διαχείριση είναι η προσπάθεια διάφορων εκπροσώπων της πολιτείας, υπουργείων, υπηρεσιών, να απολογηθούν για το αν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Προσπαθούν δηλαδή να αιτιολογήσουν διαρκώς με διάφορα επιχειρήματα αυτή τη μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων, με δεδομένο ότι έγιναν πολύ λίγα πράγματα στο χώρο της υγείας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης. Οι ίδιοι που καλούσαν τον κόσμο να κάνει διακοπές, να ενισχύσει τον τουρισμό άρχισαν σταδιακά να τον κατηγορούν για αυτό. Επειδή έβλεπαν ότι η κατάσταση ξεφεύγει.
Βρέθηκαν λοιπόν αντιμέτωποι με αυτή την πραγματικότητα. Από τη μια η απραξία τους και από την άλλη η διόγκωση του προβλήματος. Ετσι έχουμε την «απολογία», την προσπάθεια να δικαιολογήσουν αυτό που έγινε και να αποσείσουν την ευθύνη από πάνω τους και από την άλλη, αυτό που για μένα είναι ανησυχητικό είναι η ενίσχυση του αυταρχισμού, η οποία φτάνει μέχρι το σημείο να λαμβάνονται παράλογα μέτρα. Είναι παράλογο για παράδειγμα να σε τιμωρεί με πρόστιμο, αν κυκλοφορείς μόνος σε ένα πάρκο κοντά στο βουνό χωρίς τη μάσκα στο πρόσωπο. Αυτός ο ανορθολογισμός κάποιων μέτρων επίσης επιτείνει το κλίμα της δυσπιστίας στις τάξεις των «ψεκασμένων», όπως τους αποκαλούν. Υπάρχουν δηλαδή πάλι αντιφατικά μηνύματα, που πολλαπλασιάζουν τη δυσπιστία.
Σε σχέση με τον αυταρχισμό έχουμε δει μια παραβίαση θεμελιωδών πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών, όπως του δικαιώματος του «συνέρχεσθαι». Την ίδια στιγμή που αστυνομικοί συνωστίζονται χωρίς κανένα μέτρο προστασίας στην πραγματικότητα απαγορεύονται πολιτικές εκδηλώσεις όπου τα μέτρα τηρούνται. Εφόσον οι διαδηλωτές τηρούν τα μέτρα προστασίας, ποιος υγειονομικός λόγος υπάρχει για την απαγόρευση του συνέρχεσθαι;
Επειδή λοιπόν η διαχείριση του υγειονομικού προβλήματος καθίσταται δυσχερής κι από την άλλη πλευρά, επειδή στα ΜΜΕ οι κυρίαρχες φωνές δεν είναι οι μόνες, αλλά υπάρχουν κι εναλλακτικές φωνές, οι οποίες εκφράζονται και κυκλοφορούν κυρίως στο διαδίκτυο προβλέπω ότι θα επιχειρηθεί και μια προσπάθεια περιορισμού της έκφρασης και στο χώρο του διαδικτύου. Ως καθηγητής στο χώρο αυτό κρούω τον κώδωνα του κινδύνου. Θα επιχειρηθεί περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης στο διαδίκτυο. Είναι ο μόνος χώρος, στον οποίο μπορούν να ακουστούν σε τέτοια κλίμακα εναλλακτικές φωνές.
– Πιστεύετε ότι διανύουμε μια περίοδο, που πλήττεται η αξιοπιστία κάποιων θεσμών και φορέων;
Πιστεύω ότι πλήττεται σε μεγάλο βαθμό πλέον η αξιοπιστία εκείνων που αρνούνταν να αποδεχτούν την ύπαρξη του προβλήματος. Πριν από όλα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία θεωρώ ότι βγαίνει από αυτή τη διαδικασία τραυματισμένη. Το κύρος της στην κοινή γνώμη είναι τραυματισμένο και αυτό μπορεί να πυροδοτήσει και εσωτερικές αντιδράσεις. Δεν ξέρω τι είδους. Αλλά από τη στιγμή που πολλοί ιεράρχες προσβλήθηκαν από κορωνοϊό και κάποιοι πέθαναν κιόλας είναι λογικό κάπου να αναζητηθούν ευθύνες.
– Και σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία των επιστημόνων, που συχνά διατυπώνουν αντικρουόμενες απόψεις;
Καλώς ήλθατε στο χώρο της επιστήμης. Κοιτάξτε. Όταν ένας επιστήμονας εκφράζει μια διαφορετική άποψη δεν εκφράζει μια γνώμη καφενείου. Είναι ένα συμπέρασμα από κάποιες επιστημονικές μετρήσεις. Για παράδειγμα η διαφωνία του καθηγητή Ιωαννίδη δεν έχει την ίδια βαρύτητα με την άποψη του καθένα, που συζητά καφενειακά και τώρα που τα καφενεία δεν είναι ανοικτά, που συζητάει στο διαδίκτυο. Το ένα είναι μια απλή γνώμη του άσχετου και το άλλο είναι μια γνώση του ειδικού. Το αν θα μειωθεί το κύρος του Ιωαννίδη, αυτό θα το κρίνει η επιστημονική κοινότητα. Δεν εξαρτάται από εμάς. Η επιστήμη δεν λειτουργεί έτσι. Ας αφήσουμε την επιστημονική κοινότητα ήσυχη να αποφασίσει.
Εδώ θέλω να πω κάτι ακόμα. Ειδικά στην πρώτη φάση τα ΜΜΕ δεν τήρησαν την αρχή της αμεροληψίας. Δεν υπήρξε ποικιλία φωνών και απόψεων, ούτε από το χώρο της πολιτικής, ούτε από το χώρο της επιστήμης. Η δουλειά των Μέσων δεν είναι να αποφασίζουν ποια επιστημονική άποψη είναι σωστή και ποια όχι για να την προβάλουν. Οφείλουν να προβάλουν όλες τις επιστημονικές απόψεις κυρίως όμως τις επίσημες επιστημονικές απόψεις, όπως είναι του ΠΟΥ και του ΕΟΔΥ. Και όπως καταλήξαμε στη μελέτη που κάναμε, ελάχιστη σημασία έδωσαν τα Μέσα σε αυτούς τους οργανισμούς. Kυρίως ασχολούνταν με το να προβάλουν το τι κάνει η κυβέρνηση, ειδικά σε ό,τι αφορά τα μέτρα αστυνόμευσης και τήρησης των περιορισμών. Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι τα ΜΜΕ αντί να είναι «εκπρόσωποι του πολίτη» μετατράπηκαν σε εκπροσώπους της εξουσίας που ελέγχει τους πολίτες. Τα Μέσα έπαιξαν δηλαδή το ρόλο μιας «υγειονομικής αστυνομίας». Αλλά δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, γιατί πέρα από την αλήθεια ή όχι του πράγματος, περνά στο υποσυνείδητο όλων μας ότι τα Μέσα μπορούν να έχουν και ένα τέτοιο ρόλο.