Η περιπέτεια του Τζορτζ Μίλερ «Mad Max: Ο δρόμος της οργής» έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες στις 14 Μαΐου του 2015 και ήταν ένα μεγαλειώδες σε έκταση και ένταση φιλμ, κλασικό εν τη γενέσει του, με πρωταγωνιστές τη Σαρλίζ Θερόν (Charlize Theron) και τον Τομ Χάρντι (Tom Hardy). Η ταινία κατάφερε να αποσπάσει έξι βραβεία Όσκαρ το 2016.
Ο δημοσιογράφος και αρθρογράφος των New York Times, Πολ Μπιουκάναν έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο για τα γυρίσματα της ταινίας, το «Blood, Sweat & Chrome: The Wild & True Story of Mad Max: Fury Road» και όπως μαρτυρά ο τίτλος του, η ταινία του Μίλερ μπορεί να ήταν επική ως προς το αποτέλεσμα, όμως στα γυρίσματα οι συντελεστές πέρασαν του λιναριού τα πάθη!
Οι συντελεστές αποδίδουν την απίστευτη ένταση κατά κύριο λόγο στην αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του Τομ Χάρντι. Ο ηθοποιός, όπως λένε πολλές μαρτυρίες, έφτανε πάντα αργά στο πλατό, ίσως και σκόπιμα για να οδηγήσει τη Θερόν, που ήταν πάντα σχολαστικά προετοιμασμένη και στην ώρα της, στα άκρα.
Για την Σαρλίζ Θερόν, η ανάμνηση των γυρισμάτων είναι «ένα μείγμα ακραίας χαράς» για το συνολικό κατόρθωμα «και μαζί μια μικρή τρύπα στο στομάχι». Η ίδια ομολογεί ότι το σώμα της δεν έχει ξεπεράσει ακόμα το τραύμα των γυρισμάτων. Λέει επίσης για τον χαρακτήρα της Φουριόζα που υποδύθηκε με τρομερή ορμή, ότι περιγράφονταν στο σενάριο ως μια αιθέρια ηρωίδα, με μακριά μαλλιά και αφρικανικά σύμβολα στο πρόσωπό της. Ανήσυχη επειδή τα κοστούμια της θύμιζαν την Μπαρμπαρέλα, η ηθοποιός προέτρεψε τον σκηνοθέτη Τζορτζ Μίλερ να γίνουν αλλαγές. Τα μαλλιά δεν ταίριαζαν στην Φουριόζα. «Νομίζω ότι πρέπει να ξυρίσουμε το κεφάλι μου και να την κάνουμε πιο ανδρόγυνη και προσγειωμένη» είπε η – ούτως ή άλλως – αιθέρια σταρ του Χόλιγουντ. Κι έτσι έγινε.
Για τον Τομ Χάρντι με τον οποίο η Σαρλίζ Θερόν είχε μια ταραγμένη σχέση στα γυρίσματα, δηλώνει τώρα ότι συνειδητοποιεί πια πως δεν είχε τότε «αρκετή ευαισθησία να καταλάβει πραγματικά πώς μπορεί να ένιωθε καθώς ήταν αναγκασμένος να μπει στα παπούτσια του Μελ Γκίμπσον». Η ίδια εξηγεί: «Αυτό είναι τρομακτικό! Και νομίζω ότι, εξαιτίας του δικού μου φόβου, υψώναμε τοίχους για να προστατεύσουμε ο καθένας τον εαυτό του, αντί να πούμε, “Είναι τρομακτικό για σένα, είναι και για μένα, ας είμαστε καλοί ο ένας με τον άλλον”. Μ’ έναν παρέξενο τρόπο, συμπεριφερόμασταν σαν τους ήρωές μας: Ο μοναδικός στόχος ήταν η επιβίωση».
Στα γυρίσματα: Επιθετικός ο Χάρντι – έβριζε η Θερόν
Ένας οπερατέρ περιγράφει μια χαρακτηριστική σκηνή: «Είναι έντεκα η ώρα. Κάθεται εκεί με το μακιγιάζ της και τη στολή της τρεις ώρες τώρα. Μόλις τον βλέπει να έρχεται, αρχίζει να τον βρίζει λέγοντας: “Πρόστιμο στο μ@λ@κα, εκατό χιλιάδες δολάρια για κάθε λεπτό που κρατάει σε αναμονή το συνεργείο. Πόσο ασεβής είσαι!” Είχε δίκιο. Κι εκείνος την πλησιάζει και της λέει: “Τι μου είπες μόλις τώρα;” Ήταν πολύ επιθετικός».
Ένας βοηθός οπερατέρ θυμάται ότι «είτε αυτό ήταν κάποιο είδος παιχνιδιού εξουσίας ή όχι, δεν ξέρω, αλλά φαινόταν εσκεμμένα προκλητικό. Αν με ρωτάτε, κατά κάποιον τρόπο ήξερε ότι αυτό που έκανε θύμωνε πραγματικά τη Σαρλίζ, επειδή εκείνη είναι επαγγελματίας και εμφανίζονταν πολύ νωρίς στο σετ».
Η ίδια η Θερόν λέει στον Μπιουκάναν: «Έφτασε σε ένα σημείο εκτός ελέγχου. Και υπήρχε μια αίσθηση ότι ίσως το να στείλουν μια γυναίκα παραγωγό στο σετ, εκείνη θα μπορούσε ίσως να εξισορροπήσει μερικά από αυτά τα προβλήματα επειδή δεν ένιωθα ασφαλής».
«Είτε τσακωνόμασταν, είτε ρίχναμε παγωμένα βλέμματα ο ένας τον άλλον. Δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο. Κι αυτό έπρεπε να το αντιμετωπίσουν όλοι οι άνθρωποι του συνεργείου. Ήταν φρικτό. Δεν έπρεπε να το είχαμε κάνει αυτό. Επρεπε να είμαστε καλύτεροι. Μπορούσα να το αντέξω», είπε η ηθοποιός, κάνοντας κι εκείνη την αυτοκριτική της.
«Κοιτάζοντας πίσω, δεδομένου του τι συνέβη ανάμεσα σε μένα και τον Τομ, θα ήταν έξυπνο για εμάς να φέρουμε μια γυναίκα παραγωγό. Όμως, ο Τζορτζ δεν ήθελε να ανακατευτεί κανείς με το όραμά του. Δεν ήθελε καμία παρέμβαση και υπήρξαν αρκετές εβδομάδες σε εκείνη την ταινία όπου δεν ήξερα τι θα γινόταν στο μέλλον, και αυτό δεν είναι ωραίο να το νιώθεις όταν είσαι στη δουλειά σου. Ήταν λίγο σαν να περπατούσα πάνω σε λεπτό πάγο», καταλήγει η Θερόν.
Ο ίδιος ο Χάρντι απολογείται σήμερα για τη συμπεριφορά του στο σετ, αναγνωρίζοντας τις ευθύνες του. «Ήμουν απαράδεκτος για πολλούς λόγους. Η πίεση και στους δύο μας ήταν συντριπτική κατά καιρούς. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να είμαι πιο συνεργάσιμος. Δεν ήμουν κι αυτό είναι μια πραγματικότητα. Σκέφτομαι ότι τώρα που είμαι μεγαλύτερος και πιο άσχημος, θα μπορούσα να ανταποκριθώ πολύ καλύτερα σε αυτήν την περίσταση».
Η ταινία – Φουτουρισμός, σουρεαλισμός, ροκ και χέβι μέταλ
Το «Mad Max: Fury Road» εκτυλίσσεται σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, στον οποίο ο δρόμος του μοναχικού Μαξ διασταυρώνεται με αυτόν της Φουριόζα που με ένα φορτηγό γεμάτο καύσιμα και μια χούφτα νεαρές εγκυμονούσες στο εσωτερικό του, έχει δραπετεύσει από το τυραννικό «βασίλειο» του Ιμόρταν Τζο. Φουτουρισμός, σουρεαλισμός, ροκ και χέβι μέταλ και πάνω απ’ όλα οι εκπληκτικές σεκάνς δράσης χτυπούν κόκκινο στην αναβίωση της σειράς.
Όπως είναι γνωστό, το franchise πάτησε φρένο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 μετά από τρεις ταινίες Mad Max το 1979, το 1981 («The Road Warrior») και το 1985 («Mad Max: Beyond Thunderstorm»). Η ιδέα μιας νέας ταινίας που θα έμοιαζε με μια μεγάλη σεκάνς κυνηγητού, «πρωτοχτύπησε» τον Μίλερ γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ΄90. Το αρχικό πλάνο ήταν να γυριστεί ο «Δρόμος της οργής» για την 20th Century Fox ξανά με πρωταγωνιστή τον Μελ Γκίμπσον, όμως το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου δυσκόλεψε την υλοποίηση του φιλμ τόσο ώστε να καταρρεύσει η παραγωγή.
Το 2003, κι ενώ όλη η καλλιτεχνική διεύθυνση και οι τεχνικοί εργάζονταν σκληρά στην έρημο της Ναμπίμπια για το ξεκίνημα των γυρισμάτων τον Μάρτιο με δεκάδες πανάκριβα αυτοκίνητα και σετ έτοιμα ως κατασκευές, το στούντιο αποφάσισε να κάνει shutdown. «Ποτέ δεν κατάλαβα αν το στούντιο αποφάσισε να διοχετεύσει τα χρήματα στον πόλεμο του Ιράκ ή αν έφταιγε το email της συζύγου του Μελ Γκίμπσον που με ρωτούσε πόσους μουσουλμάνους είχε η Ναμίμπια προκειμένου να αποφασίσουν αν μπορούσε η οικογένεια να επισκεφτεί τα γυρίσματα» θυμάται ο σχεδιαστής παραγωγής Κόλιν Γκίμπσον.
Το όνειρο του «Fury Road» επαναπροσδιορίστηκε με την εμπορική επιτυχία του animation «Happy Feet» (2006) της Warner Bros. Το στούντιο το είδε θετικά, ενώ ο Μελ Γκίμπσον εξήλθε επί τόπου του πρότζεκτ έχοντας εμπλακεί εκείνη την περίοδο σε μεγάλο σκάνδαλο που τον κατέστησε παρία στο Χόλιγουντ. Είχε πατήσει όμως και τα 50 για να παραμείνει πρωταγωνιστής.
Όταν πια ο Μίλερ κατέληξε με τα πολλά στο καστ (μία από τις πρώτες υποψήφιες πρωταγωνίστριες ήταν και η Ούμα Θέρμαν) και η παραγωγή άρχισε τη διαδικασία προετοιμασίας των γυρισμάτων στην περιοχή Broken Hill της Αυστραλίας με τα παλιά ανθρακωρυχεία (εκεί γυρίστηκαν οι δύο πρώτες ταινίες Mad Max), ο καιρός που… έβρεχε αλύπητα – πράγμα σπάνιο για το Κουίνσλαντ – απέτρεψε τα γυρίσματα. Αυτό έγινε το 2010.
Έπρεπε να περάσουν άλλα δυόμισι χρόνια μέχρι να πάρουν το «πράσινο φως» τα γυρίσματα στην έρημο της Ναμίμπια τον Ιούλιο του 2012. Καθώς, μάλιστα, τραβούσαν σε διάρκεια μέχρι το τέλος του 2012, η Warner Bros αποφάσισε να επέμβει θορυβημένη από τον παραφουσκωμένο προϋπολογισμό. Ο πρόεδρος του στούντιο ταξίδεψε ως τη Ναμίμπια δίνοντας το τελεσίγραφο για τελευταία κλακέτα στις 6 Δεκεμβρίου 2012. Η διαμάχη ανάμεσα στον πρόεδρο της Warner και τον γενικό διευθυντή επέφερε λήξη των γυρισμάτων χωρίς όμως να έχουν ολοκληρωθεί σημαντικές σκηνές. Η ταινία δεν είχε ούτε αρχή, ούτε φινάλε…
Ευτυχώς, αποφασίστηκε να μεταφερθούν όλα τα οχήματα από τη Ναμίμπια και οι Τομ Χάρντι και Σαρλίζ Θερόν να συνεχίσουν τις σκηνές τους στην Αυστραλία το 2013 για έναν ακόμη μήνα γυρισμάτων. Το μοντάζ έμελλε να είναι ένας ακόμη άθλος την ίδια ώρα που ένα ολόκληρο στούντιο καθόταν σε αναμένα κάρβουνα, με τον απόλυτο φόβο για το τελικό αποτέλεσμα που δεν ήθελε να έχει μεγάλη διάρκεια (απαγορευτική για το κοινό).
Τον Μάιο του 2015 η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους ξεκινώντας την θριαμβευτική πορεία της με μια εκπληκτική πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών. Συγκέντρωσε πάνω από 375 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box office (κόστισε πάνω από 150 εκατομμύρια), αποθεώθηκε από τους κριτικούς κι έφτασε να κερδίσει επάξια έξι Όσκαρ σε ένα σύνολο 10 υποψηφιοτήτων στις κατηγορίες της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, του μοντάζ, του σχεδιασμού κοστουμιών, του μοντάζ και μιξάζ ήχου καθώς και του μακιγιάζ και κομμώσεων.