«Ζητώ να αντιμετωπιστώ ισότιμα με τη μηνύτρια, να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά μου, να μην προβάλλεται καταχρηστικά και εντελώς ταξικά η οικονομική θέση και η κοινωνική κατάσταση της οικογένειάς μου ως δήθεν στοιχείο σε βάρος μου και να γίνει σεβαστό το τεκμήριο αθωότητας». Ο ύποπτος για βιασμό, Βασίλης Λεβέντης στη δημόσια υπερασπιστική δήλωσή του -απουσία οιασδήποτε μορφής συγγνώμης- επικαλείται την ύπαρξη ταξικού φθόνου ως στοιχείο της αθωότητάς του. Μόνο που έτσι αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα στην ξυραφιά του Βίωνα «ή κάτι κακό έχει συμβεί σ’ αυτόν ή κάποιο μεγάλο κακό σε άλλον».
Ο ύποπτος για τέλεση βιασμού εμπιστεύεται την αλαζονεία του στο σκοτάδι της απουσίας(;) άλλων μαρτύρων. Χρεία αποδείξεων για την αλαζονεία δεν έχουμε, η φωτογράφησή του με το πρωτοσέλιδο φυλλάδας -μέρες πριν από τις καταγγελίες- που υπαινισσόταν τα αποτρόπαια, είναι λαλίστατη.
Ετσι, μας ξεναγεί μόνος στον πυρήνα μιας καθημερινότητας, ενός πολιτισμού που μέχρι χθες κοκορευόταν ότι διέθετε άνεση και δυνατότητα, ταξική και ζηλευτή, να ταξιδεύει Αθήνα – Θεσσαλονίκη, να κλείνει σουίτα σε ξενοδοχείο πολυτελείας για… να κάνει Πρωτοχρονιά, με «γνωστούς» που θα «κουβαλούσαν» κοριτσόπουλα στοιχειωμένα από το life style, «γνωστές» τους, οι οποίες αναγνώρισαν ως παρούσες «βίζιτες», χαπάκια ανδρισμού -και βιασμού;- και σαμπάνια. Το επαναλαμβανόμενο παρακμιακό σκηνικό προσέφερε ικανοποίηση σε οργανωτές και -κυρίως- συμμετέχοντες, πρότυπο ζωής που θα άξιζε να το ζηλεύουν -αλλά όχι να το φθονούν- και οι άστεγοι στις παράγκες εκατό μέτρα από το ξενοδοχείο.
Ακόμη και αργά, θα άξιζε να θυμίσουμε στον(ους) νεαρό(ούς) τη ρήση του Ευριπίδη, «τον φθόνο δεν τον φοβάμαι, θα ήθελα να με φθονούν για τα καλά μου», αλλά προφανώς είναι μάταιο.
Του Απόστολου Λυκεσά