mitsotakis-tsipras

Λίγο μετά την ολοκλήρωση της ΔΕΘ, ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του ΠΑΜΑΚ σχολιάζει τις εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και το αβέβαιο μέλλον του ΚΙΝΑΛ.

Ο ίδιος προβλέπει πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ θα καταφέρουν να συγκρατήσουν το εκλογικό κοινό τους, παρά τα “ανοίγματα” προς τη πλευρά του πάλαι ποτέ ΛΑΟΣ, ενώ σημειώνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια οριακή αναζήτηση νέας πολιτικής ταυτότητας, με παράλληλες διευρύνσης προς αριστερά και προς το λεγόμενο “σοσιαλιστικό” κέντρο.

Μάλιστα, ο κ. Μαραντζίδης εντοπίζει την ανάγκη του λαού για πολιτική “υπομονή” ως ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της μεταμνημονιακής εποχής.

Από την άλλη, η κρίση ταυτότητας του ΚΙΝΑΛ δείχνει να είναι σαφώς πιο παραλυτική και -στη παρούσα φάση- αδιέξοδη.

-Έχετε γράψει πως η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του 2015 ως σήμερα βαίνει προς τη σοσιαλδημοκρατία, κάτι που κρίνετε ως θετικό. Πιστεύετε πως μια “καθαρή” εντός και εκτός εισαγωγικών, στροφή του εν λόγω κόμματος προς αυτή τη πορεία, θα το ενδυνάμωνε εν τέλει δημοσκοπικά;

“Όντως υπάρχει μια πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τη “σοσιαλδημοκρατικοποίηση”, ωστόσο αυτή η πορεία προκύπτει από την ενστικτώδη κατανόηση των εξελίξεων από την ηγεσία και όχι από κάποια οργανωμένη, σχεδιασμένη και δομημένη πολιτική επεξεργασία εκ μέρους του πολιτικού οργανισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, αυτό φέρνει μια χοντροκομμένη “σοσιαλδημοκρατικοποίηση” που γίνεται με άτσαλο και πρόχειρο τρόπο, ως προς το πώς γίνεται αντιληπτή από την κοινή γνώμη. Παρόλα αυτά, η ηγεσία του κόμματος και ο ίδιος ο Α. Τσίπρας, σωστά συνεχίζει να επιμένει προς αυτή τη πορεία, όπως μας έδειξε και η πρόσφατη εμφάνισή του στη ΔΕΘ.

Είναι αυτό ένας αναγκαίος και ικανός όρος για την εκλογική βελτίωση του κόμματος; Η απάντηση είναι μόνο μερικώς ναι. Κοινώς, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη να βρει τμήματα της μεσαίας τάξης που φαίνεται πως τα είχε χάσει τη περίοδο 2015 – 19. Είναι προφανές πως, χρησιμοποιώντας ένα λόγο που θα συνδυάζει την κοινωνική ευαισθησία, τις ατζέντες της Αριστεράς παγκοσμίως για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και από την άλλη ένα πιο μετριοπαθή λόγο και προσηλωμένο στα ζητήματα της διαχείρισης, αυτό μπορεί να τον βοηθήσει.

Από την άλλη, διαφωνώ με όσους λένε πως αυτό φτάνει, το να γίνει δηλαδή ένα “νέο ΠΑΣΟΚ”. Το ΠΑΣΟΚ ιστορικά πέθανε, ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να επαναληφθεί για πάρα πολλούς λόγους ως προς την παρουσία και την εμβέλειά του, και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται  – όσο σοσιαλδημοκρατικοποιείται με ατζέντα κοινωνική – να διατηρήσει και τις βασικές αξίες της Αριστεράς, έτσι όπως διαμορφώθηκαν από τον ίδιο τον οργανισμό όλα αυτά τα χρόνια.

Έχει ανάγκη από διπλή διεύρυνση και προς το κέντρο και προς τα αριστερά του”.

-Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτυγχάνει να κεφαλαιοποιήσει τις όποιες αστάθειες της παρούσας κυβέρνησης μετά τα σφάλματα που της χρεώνονται, όπως για παράδειγμα οι πρόσφατες πυρκαγιές;

Το βασικό στοιχείο των σοβαρών κομμάτων εξουσίας είναι η υπομονή. Η Νέα Δημοκρατία ήρθε στη κυβέρνηση και η ιδέα ότι θα γίνει παρένθεση έχει σημασία να φύγει από το μυαλό μας. Ξέρετε, όταν τα κόμματα είναι παρενθέσεις στον πολιτικό βίο, αυτό σημαίνει πως βρισκόμαστε σε καταστάσεις πολιτικής αναταραχής, η οποία και θα κληρονομηθεί και στον επόμενο. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ήταν μια τέτοια κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, βίωσε τις συνθήκες αναταραχής και πήγε σε δεύτερες εκλογές μέσα στον ίδιο χρόνο.

Ο λόγος που η παρούσα κυβέρνηση λοιπόν δεν χάνει δημοσκοπικά, δεν είναι γιατί κάνει κάτι απαραίτητα λάθος η αντιπολίτευση. Αλλά γιατί οι πολίτες που εμπιστεύονται ένα κόμμα θέλουν να του δώσουν επαρκή χρόνο ώστε να μπορέσουν να αξιολογήσουν κατά πόσο έκαναν σωστά ή λάθος. Θα έλεγα πως για να δούμε τη φθορά – όσο απαισιόδοξο κι αν φαντάζει αυτό για τους οπαδούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης – θα πρέπει να περιμένουμε μετά τις επόμενες εκλογές.

Πιστεύω πως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ΝΔ θα κερδίσει τις επόμενες εκλογικές διαδικασίες. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα όπως είπαμε, πως και η αντιπολίτευση κάνει κάτι λάθος”.

“Θέλω να επανέλθω όμως στο θέμα της υπομονής, στη λογική εδώ του μαραθώνιου. Όταν επιλέγεις μια στρατηγική, όπως η σοσιαλδημοκρατικοποίηση ή μετατόπιση προς την κεντροαριστερά, αυτό θέλει επιμονή, συστηματικότητα και κυρίως, ανάγκη να πείσεις την κοινωνία ότι δεν πρόκειται για ένα μαγικό τρικ, αλλά είναι μια στρατηγική επιλογή που μπορεί σε πρώτο χρόνο να μην αποφέρει ψήφους, αλλά θα αποφέρει εμπιστοσύνη.

Για παράδειγμα, η στρατηγική Τσίπρα στις φωτιές να μη ζητήσει αποπομπή Χρυσοχοϊδη, ενώ δημιούργησε μια αμηχανία σε έναν κόσμο της Αριστεράς, ένα μούδιασμα, λίγες μέρες μετά είδαμε τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη να αποπέμπει τον κ. Χρυσοχοϊδη και φτάσαμε στην κυβερνητική κρίση με το ζήτημα Αποστολάκη. Αν ο κ. Τσίπρας είχε ζητήσει την αποπομπή, ίσως να είχε αποφευχθεί και η μετέπειτα κυβερνητική κρίση. Έτσι, με τη μετριοπαθή πολιτική στάση, ο Τσίπρας κέρδισε ανθρώπους του ευρύτερου μεσαίου χώρου, τους μη ταυτισμένους με κόμματα ψηφοφόρους, που πρεσβεύουν πως δε λύνονται τα προβλήματα με μια παραίτηση.

Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της διεύρυνσης, για να μη θεωρηθεί οπορτουνιστική και ευκαιριακή – αντιφατική, θα πρέπει να γίνει στρατηγικά”.

Οι αμφίπλευρες αντιφατικότητες ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ

“Στον αντίποδα, στη ΝΔ υπάρχει το εξής πρόβλημα. Την ώρα που ο πρωθυπουργός δηλώνει και είναι φιλελεύθερος, ανέχεται ρατσιστικές εκφάνσεις και δηλώσεις ακροδεξιάς υφής και μάλιστα το στοιχείο αυτό είναι ακόμη πιο έκδηλο από την ισχύ του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση. Εδώ πρόκειται για μια αντιφατικότητα. Για να μη συμβαίνει αυτό, χρειάζονται εσωτερικές πολιτικές διεργασίες και ειλικρινής λόγος στο οργανωτικά εσωτερικό ακροατήριο, ώστε να είναι σαφής η όποια επιλογή κάνει κανείς.

Αυτή η σοσιαλδημοκρατικοποίηση που προαναφέραμε, είναι μεν μια επιλογή της ηγεσίας ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν ακολουθείται από ειλικρινείς τοποθετήσεις στον πολιτικό οργανισμό ΣΥΡΙΖΑ”.

Μπορούμε να μιλάμε για μια κρίση ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ;

“Απολύτως. Μιλάμε για μια κρίση ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Από τη μια, αισιόδοξα, ως μια κρίση στη φάση της ανάπτυξης, όπως μεγαλώνει ένα παιδί και πονάνε τα κόκαλά του. Πονάει, αλλά μεγαλώνει. Αυτό είναι το αισιόδοξο για τον ΣΥΡΙΖΑ σενάριο.

Παράλληλα, έχει ανάγκη από ένα υψηλό ποσοστό για να κατοχυρωθεί ως βασική πολιτική δύναμη στο πολιτικό σύστημα. Χρειάζεται το κόμμα αυτό να μη μετατρέψει τη κρίση ταυτότητάς του σε μια διαλυτική – παραλυτική κρίση, κάτι που είναι το κακό σενάριο. Θα ήταν λάθος να παγώσει η όποια σοβαρή συζήτηση για τη στρατηγική και τις συμμαχίες και να αρκεστεί μόνο σε εσωτερικές διευθετήσεις. Αν αποφύγει αυτούς τους κινδύνους, θα μιλάμε για μια κρίση που θα οδηγήσει σε ένα πιο ώριμο μέλλον, σε έναν μετασχηματισμό που θα είναι σταθερός πόλος του δικομματικού συστήματος στην Ελλάδα”.

Το πολιτικό μήνυμα Μητσοτάκη στη ΔΕΘ

-Πώς αποτιμάτε – κρίνετε το πολιτικό μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ σε σχέση με το ανάλογο του Αλέξη Τσίπρα;

“Εντυπωσιάζομαι πραγματικά με την οβιδιακή μεταμόρφωση της κυβέρνησης στα ζητήματα της οικονομίας. Από μια ανοιχτά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που καμάρωνε κιόλας για αυτό, εξελίχθηκε ξαφνικά σε ένα κόμμα που “σκορπίζει” χρήμα με εξωτερική βέβαια βοήθεια, και, υπό συνθήκες πανδημίας, έχει υιοθετήσει Κεϋνσιανές πολιτικές.

Παράδειγμα, είναι εδώ τα επιδόματα για τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από την πανδημία ή οι ανακοινώσεις για τις προσλήψεις των νέων. Θα λέγαμε πως βλέπουμε πολιτικές που κατά κάποιο τρόπο θυμίζουν την “πολιτική Μπάιντεν”, δηλαδή ενεργή συμμετοχή του Κράτους στην οικονομία ως βασικό εργαλείο για την υποστήριξη ασθενών ομάδων αλλά και για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.

Πλέον, οι ίδιοι που ως νεοφιλελεύθεροι ξόρκιζαν το Κράτος, σήμερα βγαίνουν με καμάρι και μιλάνε για την οικονομική επιτυχία τους. Όλα αυτά βέβαια, την ώρα που η χώρα “τρέχει” με σχεδόν 400 δις χρέος, την ώρα που το 2010 μπήκαμε στα μνημόνια με χρέος 120 δις με την όλη καταστροφολογία των οικονομολόγων της εποχής.

Ξαφνικά λοιπόν, μοιάζει σαν να γίναμε μια ευτυχισμένη παρέα που φεύγουμε για την ανάπτυξη.

Αυτό που φαίνεται πλέον με τον πιο πρόδηλο τρόπο, είναι πως έχουν διεθνώς αλλάξει οι προτεραιότητες. Τότε ζούσαμε το ξεζούμισμα μιας κοινωνίας, τώρα οι συσχετισμοί έχουν διαφοροποιηθεί και ξεχάσαμε τις συζητήσεις για το χρέος, τουλάχιστον μέχρι το 2023. Γι αυτό και θεωρώ πως θα έχουμε πρόωρες εκλογές, μετά τις επόμενες. Θεωρώ πως οι εκλογές της Γερμανίας, είτε έχουμε νίκη Σολτς που είναι οπαδός της Μέρκελ είτε όχι, θα κρίνουν εν πολλοίς την επόμενη μέρα της Ευρώπης με ενδεχόμενη επαναφορά στη συζήτηση για το σύμφωνο σταθερότητας και του δημοσίου χρέους με απομείωσή του”.

Τελικά ήταν πετυχημένο το πέρασμα Μητσοτάκη από τη ΔΕΘ;

“Ο πρωθυπουργός, στην ουσία, πήγε στη ΔΕΘ για να πουλήσει μια εικόνα επιτυχημένης κυβέρνησης με άνθιση οικονομίας που μπορεί πλέον να προσφέρει. Το αφήγημα αυτό είχε δύο προβλήματα. Το ένα είναι πως με την πανδημία δε ξεμπερδέψαμε τόσο σύντομα όσο νόμιζε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Θυμάμαι στελέχη της κυβέρνησης θα θέτουν χρονικά όρια και “σύνορα” για τη λήξη της πανδημίας και φτάσαμε στη ΔΕΘ με την πανδημία ακόμη πολύ ψηλά στην ατζέντα. Ξέρετε είμαστε ακόμη στις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη σε νεκρούς ανά ημέρα, εδώ και αρκετές εβδομάδες.

Από το success story της πρώτης φάσης, φτάσαμε λοιπόν τώρα στη φάση της πανδημίας που δεν πολυσυζητάμε για τους ημερήσιους νεκρούς. Έτσι, το θέμα αυτό “θόλωσε” την επιτυχία.

Από την άλλη, οι φωτιές είχαν ένα μεγάλο βάρος στη ΔΕΘ γιατί ήταν πολύ πρόσφατες και γιατί αποτέλεσαν ένα μεγάλο πλήγμα στην τεχνοκρατική εικόνα του πρωθυπουργού και της παρούσας κυβέρνησης. Το χάος εκείνων των ημερών και οι καταστροφές ήταν ένα τέτοιο χτύπημα, που άφησε την κληρονομιά του στη ΔΕΘ. Η εικόνα της “αποτελεσματικής κυβέρνησης” που δε λειτούργησε ως τέτοια, συνδυάστηκε άλλωστε με το φιάσκο του ανασχηματισμού.

Η ΔΕΘ δεν ήρθε όπως την ήθελε ο πρωθυπουργός. Πήγε με τις εξαγγελίες και τη λογική πως όλα τα δεινά τελείωσαν, αλλά, κατά τη γνώμη μου, για τον Μητσοτάκη το ποτήρι στη ΔΕΘ ήταν μισοάδειο σε σχέση με τις προσδοκίες του”.

Περί συγκλίσεων

“Για πρώτη φορά είδαμε τους δύο αρχηγούς να μάχονται στο πεδίο της μεσαίας τάξης. Αυτό υποδηλώνει μια σύγκλιση, αν θέλετε ιδεολογική, ο μεν Τσίπρας με πορεία προς κεντροαριστερά ο δε Μητσοτάκης με μια κατ΄ανάγκη κεϋνσιανή προσέγγιση. Δεν έχουμε τη σύγκρουση του 2019 νεοφιλελεύθερων και πιο παραδοσιακών αριστερών, αλλά σύγκλιση οικονομικών πολιτικών προς το κέντρο ως δύο εκδοχές κεϋνσιανής πολιτικής με διαφορετικές αξίες.

Στην περίπτωση Τσίπρα, υπάρχει μια παράδοση που υποστηρίζει ηθικά την προσέγγισή του, με την πολιτική κατά των ανισοτήτων.

Στην περίπτωση Μητσοτάκη ως προσώπου, ο κεϋνσιανισμός του δεν υποστηρίζεται ούτε πολιτικά ούτε ηθικά, μιας και δεν έχει τη κληρονομιά του Καραμανλή. Υπό αυτό το πρίσμα, το μήνυμα Τσίπρα είναι πιο σαφές και πιο ειλικρινές.

Από την άλλη, το μήνυμα Μητσοτάκη είναι πιο θολό, αντιφατικό, μιας και εκείνος που υποστήριζε τις πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές, έρχεται να μας πει ότι το Κράτος είναι ο βασικότερος παράγοντας κοινωνικής συνοχής. Πρόκειται για μια αντιφατική στάση που ήρθε ως επιστέγασμα να επιβεβαιωθεί με την περίπτωση της efood, όπου είχαμε μια κλασική εφαρμογή της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται το νομικό πλαίσιο για να αλλάξουν εργασιακές σχέσεις. Το νέο νομικό πλαίσιο, άλλαξε φυσικά από τον νόμο Χατζηδάκη.

Δηλαδή, από τη μια κάνει παροχές για τους νέους και από την άλλη απορρυθμίζει εργασιακές σχέσεις σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική που δείχνει πλέον ξεπερασμένη, όπως τουλάχιστον φαίνεται από την πολιτική Μπάιντεν, σε ο,τι αφορά πάντα τα οικονομικά θέματα”.

Το ΚΙΝΑΛ ζει με το παρελθόν του

-Οι υποψήφιοι στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, θέτουν ως στόχο την επιστροφή του μεγάλου όγκου ψηφοφόρων, που μετακινήθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί το ποτάμι να γυρίσει πίσω;

“Η περίπτωση του ΚΙΝΑΛ είναι η πιο δυσνόητη και θολή. Το ΚΙΝΑΛ ζει μια κρίση ταυτότητας δομική, αντίθετα με την αναπτυξιακή κρίση ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ μιλάμε για μια καθαρά παραλυτική και διαλυτική κρίση, με ένα κόμμα που έχει εγκλωβιστεί σε παρελθοντικές μνήμες, αδυνατεί να βρει ελκυστικό λόγο για τις νέες κατηγορίες ψηφοφόρων, και αυτό το 8% που παίρνει έρχεται κυρίως από τις μεγάλες ηλικίες. Άνω των 50-60 ετών είναι οι ψηφοφόροι του. Στις μικρότερες ηλικίες, το κόμμα φτάνει στο 3%, κάτι που σημαίνει πως είναι ένα κόμμα το οποίο βασίζεται στις μνήμες ψηφοφόρων προηγούμενων δεκαετιών του ΠΑΣΟΚ, γεγονός που συνιστά μεγάλη απειλή.

Από την άλλη, αυτό ισχύει εν μέρει για το ΚΚΕ που μπόρεσε να επιβιώσει όμως, καθώς έχει μια σαφή ταυτότητα, σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ.

Κοντολογίς, τα δύο μεγάλα ζητήματα του ΚΙΝΑΛ είναι το ζήτημα διαμόρφωσης μιας σύγχρονης ταυτότητας, κάτι που για τα κόμματα του κέντρου δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, και δεύτερον το θέμα της ηγεσίας του. Στην περίπτωση της Γερμανίας, το SPD συνεχίζει να έχει αξιοπρεπή πολιτικά ποσοστά και αυτές οι εκλογές σηματοδοτήθηκαν από την ηγετική περίπτωση του κ. Σολτς, με την ηγεσία να τραβάει ψηλά το κόμμα. Τώρα, το αν υπάρχει αυτή η προϋπόθεση ισχυρής ηγεσίας για το ΚΙΝΑΛ είναι ένα μεγάλο θέμα, το αν οι υπάρχοντες δηλαδή υποψήφιοι μπορούν να τραβήξουν ψηλά ένα κόμμα που μαστίζεται από δημογραφική κρίση και από κρίση πολιτικής ταυτότητας”.

Του Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών του ΠΑΜΑΚ 

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

nineteen − two =