Δεν είμαι από τη φύση μου καχύποπτη ούτε προκατειλημμένη στις πολιτικές εκτιμήσεις μου. Αντίθετα προσπαθώ να βλέπω τα πράγματα κι από την άλλη πλευρά, να μπαίνω στη θέση του άλλου όσο και αν αυτός με προκαλεί με τις ιδεοληψίες του.
Με προκαλεί με την εμμονή του σε στερεότυπα, τα οποία πάντα αποστρεφόμουν, έστω κι αν κάποια από αυτά αποτελούν – πολύ πιθανόν – καρπούς προσωπικής εμπειρίας που δικαιολογεί την αναπαραγωγή τους ή είναι αποτελέσματα έρευνας άλλοτε ορθής κι άλλοτε εσφαλμένης.
Με το σκεπτικό αυτό, έμαθα να μην προκαταλαμβάνω αρνητικά την άνοδο του όποιου πολιτικού στην πρωθυπουργία με βάση τις φήμες που τον συνοδεύουν. Φήμες που δε στέκονται μόνο στην προοπτική του με βάση την αυταξία του, αλλά κουβαλούν όλα τα αμαρτήματα του γενεαλογικού του δέντρου.
Κουβαλούν, προπάντων, το βάρος της θυμοσοφίας του λαού μας που περικλείεται στην παροιμιώδη φράση του ”το μήλο κάτω απ’ την μηλιά θα πέσει”, ειδικά αν η μηλιά έγραψε ταραχώδη ιστορία στην πολιτική της διαδρομή και έφερε το βαρύ και το ασήκωτο όνομα ”Κωνσταντίνος Μητσοτάκης”.
Το βαρύ δεν είναι πάντα καλό, βέβαια, έχει και τα αρνητικά του. Αρνητικά που συνοδεύουν εφόρου ζωής τον διάδοχο πολιτικό, όσο κι αν αυτός προσπαθεί να τα εξαλείψει και, προπάντων, να μην τα επαναλάβει, αλλά να κρατήσει μόνο τα θετικά που κληρονόμησε από τον πατέρα του.
Με δεδομένα αυτά και βαθιά κατανόηση για το γλυκόπικρο φορτίο που κουβαλάει, αντιμετώπισα εξ αρχής τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προσθέτοντας στα θετικά του γνωρίσματα τη διάθεση που έδειξε ως υποψήφιος για την αρχηγία της ΝΔ να προβάλλει τις θέσεις του ως Κυριάκος και όχι ως Μητσοτάκης, κάτι που λίγοι διείδαν και εκτίμησαν με βάση την διαφημιστική καμπάνια του.
«Έκανα λάθη, αλλά δεν υπήρξα μοιρολάτρης. Δεν μου έλειψε το θάρρος και έβγαλα στην πολιτική όλο το πυρ που είχα μέσα μου», είχε παραδεχτεί σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο πατέρας του νυν πρωθυπουργού, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, κάνοντας τον απολογισμό της 60χρονης πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Μόνο που το πυρ εκείνο που ένιωθε μέσα του ο εκλιπών επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ και τον έκανε να μη συμβιβάζεται, να μην ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά να συγκρούεται θαρραλέα με κατεστημένες καταστάσεις σε επίπεδο Εσωτερικής και Εξωτερικής πολιτικής, δεν το έχει ο γιος και διάδοχός του.
Δεν το έχει, τουλάχιστον, στο βαθμό που θα έπρεπε, ώστε να γίνει αξιοπρόσεκτος και όχι να χαθεί μέσα στην μάζα των πρωθυπουργών που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο.
Κριτήριο για τη διάκριση, το πολιτικό ανάστημα που επιδεικνύει ένας πρωθυπουργός δεν είναι για μένα τόσο οι επιδόσεις του στα ”μικρά” της Εσωτερικής πολιτικής (τα οποία προσομοιάζουν ιστορικά με τις διοικητικές ικανότητες που ζητούσαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες για την επιλογή διοικητών των βυζαντινών Θεμάτων, αν εξαιρέσουμε τις στρατιωτικές δικαιοδοσίες με τις οποίες ήταν επιφορτισμένοι).
Κριτήριο είναι οι επιδόσεις του στα ”μεγάλα” της Εσωτερικής πολιτικής (οικονομική και κοινωνική ανάταξη) και κυρίως σε εκείνα της Εξωτερικής πολιτικής μας. Και σ’ αυτά (τα τελευταία κυρίως) περισσεύουν τα αρνητικά, αφού πέρασε κάτω απ’ τον πήχη στα περισσότερα.
Εξαίρεση αποτελούν η νίκη στον Έβρο (Μάρτιος του 2020) – που πιστοποίησε την ύπαρξη ενός αμυνόμενου επιτυχώς κράτους απέναντι στον εργαλειοποιημένο μεταναστευτικό στρατό του Ταγίπ Ερντογάν – και η παρεμπόδιση, στη συνέχεια, των ανεξέλεγκτων μαζικών μεταναστευτικών ροών στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. όπως τις βιώσαμε το ’15 επί ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο για το ”κάτω απ’ τον πήχη”, ως προς τα άλλα, αυτό μόνο κινδυνολογικό δεν είναι, αφού – με το ”Καλημέρα σας” – ο Κυριάκος επικύρωσε την αποδοχή της ”συμφωνίας των Πρεσπών” (η οποία θα έχει ισχύ Συνθήκης μετά την ψήφιση των σκοπιανών Πρωτοκόλλων), για να ακολουθήσουν στη συνέχεια απανωτές υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας.
Αρκεί να θυμηθούμε την καθυστερημένη κυβερνητική αντίδραση λόγω έλλειψης διορατικότητας στο τουρκολιβυκό μνημόνιο και την ημιτελή ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία που άφησε ακάλυπτη τη θαλάσσια ζώνη μεταξύ 28ου-32ου Μεσημβρινού προς άγραν των Τούρκων, αφού συμπεριλαμβάνει την μισή Ρόδο και το Καστελόριζο.
Αρκεί να θυμηθούμε, την απεμπόληση του δικαιώματος επέκτασης των ΕΧΥ στα 12 νμ με πρόφαση το casus belli των Τούρκων, την απαράδεκτη ανοχή μας στην τρίμηνη παραβίαση των χωρικών μας υδάτων απ’ το τουρκικό ερευνητικό Oruc Reis και τις δηλώσεις Δένδια και Μητσοτάκη ότι δεν ενδιαφερόμαστε για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Ελλάδα.
Όλα αυτά είναι ήδη πολλά για να μην είμαστε επιφυλακτικοί για την Εξωτερική πολιτική μας, πολύ περισσότερο όταν διαπιστώνουμε υπόγειες πολιτικές τακτικές πέρα από τις γνωστές που εξυπηρετούν την μυστική διπλωματία (η μυστική τριμερής του Βερολίνου τον Ιούλιο του ’20 ήταν μόνο η αρχή).
Και ως υπόγεια πολιτική τακτική θεωρώ την όχι τυχαία επιλογή του Χρήστου Στυλιανίδη (ο οποίος θα πάρει την ελληνική υπηκοότητα πριν αναλάβει τα καθήκοντά του) στο νέο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, το οποίο δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση και τη διαχείριση κρίσεων και φυσικών καταστροφών.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ομολογώ, θα ήμουν ευτυχής αν το κίνητρο επιλογής του πρωθυπουργού ήταν η πλήρωση κάποιων κυβερνητικών θέσεων από Έλληνες Κύπριους ή Έλληνες Ομογενείς όπου γης.
Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τέτοια περίπτωση, γι’ αυτό και μιλώ για υπόγεια πολιτική τακτική. Έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα ΕΛΙΑΜΕΠίστικη (μετά από εκείνες των συμβούλων της περιόδου Σημίτη επί των εθνικών μας θεμάτων στο ΥΠΕΞ και το Μαξίμου), ΑΝΑΝιστική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί για να αποδείξει ότι είναι ένα και το αυτό με την ”προοδευτική” Ντόρα που κατέχει εξέχουσα θέση στην ομάδα των Ανανιστών πολιτικών.
Αυτών, οι οποίοι εξακολουθούν να υπερθεματίζουν στο Σχέδιο Ανάν (βλ. Άννα Διαμαντοπούλου, την οποία είχε προτείνει ο πρωθυπουργός για την ηγεσία του ΟΟΣΑ το ’20) και να υποστηρίζουν ανερυθρίαστα ότι αν είχαμε συμφωνήσει σ’ αυτό το 2004 (δηλαδή αν παραδίδαμε την Κύπρο εθελοντικά), τώρα δε θα απειλούσε να μας πάρει ο Ταγίπ Ερντογάν τα νησιά του Αιγαίου.
Άρα, δια της ατόπου απαγωγής, δικαιολογούν την πολιτική του κατευνασμού της κυβέρνησης Σημίτη που είχε σαν αποτέλεσμα την εκχώρηση ουσιαστικά των Ιμίων στην τουρκική κυριαρχία το 1996, αφού με την μη αντίδρασή μας, δεχτήκαμε την ”γκριζοποίησή” τους, η οποία άνοιξε την κερκόπορτα για νομιμοποίηση των ”γκρίζων” ζωνών στο Αιγαίο.
Με τα δεδομένα αυτά, οι πολιτικοί θιασώτες του Σχεδίου Ανάν στην Ελλάδα – που υποστηρίζουν ολόθερμα σήμερα τη ”Διζωνική με πολιτική ισότητα” (παλιό βρετανοτουρκικό σχέδιο) σαν λύση στο Κυπριακό, όχι μόνο δεν κόπτονται για τη λύση του, αλλά δεν νοιάζονται καν για τυχόν υποβιβασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε Κοινότητα…
Για να επανέλθουμε όμως στην επιλογή του Χρήστου Στυλιανίδη (που χαρακτηρίζεται από κάποιους που γνωρίζουν σε βάθος το Κυπριακό πρόβλημα ως ο κυριότερος ”εκφραστής ενδοτισμού” στην Κύπρο, γιατί ήταν αναφανδόν υπέρ του ”ΝΑΙ”), αν συνδυάσουμε αυτήν με την ταύτιση απόψεων επί της ΔΔΟ (Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας) Μητσοτάκη-Αναστασιάδη, θα λέγαμε με πόνο ψυχής ότι:
Το Σχέδιο Ανάν επιστρέφει από το παράθυρο και μάλιστα θριαμβευτικά αφού γίνεται αποδεκτό (στην νέα του έκδοση) με ανοιχτές τις αγκάλες απ’ τους πολιτικούς εκπροσώπους Ελλάδας και Κύπρου (Νίκο Αναστασιάδη και Κυριάκο Μητσοτάκη).
Το τρομερό είναι, ότι αυτό μας το βεβαίωνε εδώ και μια δεκαετία και βάλε ο σπουδαίος μελετητής τουρκικής πολιτικής και καθηγητής του Παντείου πανεπιστημίου, Νεοκλής Σαρρής (εξ αφορμής του βρετανοτουρκικού σχεδίου που πρότειναν τότε οι Τούρκοι ως λύση του Κυπριακού).
Έλεγε συγκεκριμένα ο αείμνηστος πανεπιστημιακός (σε συνέντευξή του στην κυπριακή εφημερίδα ”Σημερινή”), ότι ”η ΔΔΟ θα είναι η οριστική ταφόπλακα όχι μόνο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά της Κύπρου και ιδιαίτερα του πολιτισμού και των ανθρώπων της”.
Και το αιτιολογούσε αυτό λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ”Ουδαμού στον κόσμο μια μειονότητα 18% του πληθυσμού έχει γίνει κάτοχος του 50% της κρατικής εξουσίας με όλες τις συνέπειες (εκ περιτροπής προεδρία κ.ά.)”. Κάτι που, αν μη τι άλλο, στηρίζεται στη ρατσιστική αρχή της φυλετικής και εθνικής διάκρισης.
Τέλος, σε όσους ”Ανανιστές” προβάλλουν – ως δαμόκλειο σπάθη – τον κίνδυνο να περάσει στο Κυπριακό η τουρκική πρόταση για διχοτόμηση του νησιού, η απάντηση που έδινε ο Νεοκλής Σαρρής ήταν ότι ”η ΔΔΟ είναι χειρότερη της διχοτόμησης γιατί ο μοιραίος εκτουρκισμός θα συμβεί επί ολόκληρης της Μεγαλονήσου, όπου ο δημογραφικός παράγοντας υπερακοντίζει τις σημερινές συνθήκες”.
Όπερ σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι η λύση του Κυπριακού με βάση τα τελευταία ψηφίσματα του ΟΗΕ, τις ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου και το κοινό ανακοινωθέν της 25ης Νοεμβρίου 2019 στο Βερολίνο (τριμερής για το Κυπριακό) όχι μόνο δε θα σημάνει την επανένωση της Κύπρου, αλλά θα ενεργοποιήσει τα σχέδια του Ταγίπ Ερντογάν για μετατροπή της σε προτεκτοράτο της Τουρκίας…
Της Κρινιώς Καλογερίδου