Στο βιβλίο μου, «Ποταμός – Ιστορία και εικόνες», περιγράφω πως δημιουργήθηκε το Παζάρι τού Ποταμού. (Πιο κάτω παραθέτω μικρά αποσπάσματα). Αυτό το Παζάρι δημιούργησε την ανάπτυξη του Ποταμού και αυτή η ανάπτυξη ανήγειρε τον λαμπρό Ναό τής Λαριώτισσας. Μα και την οικονομία σε όλα τα Κύθηρα ώθησε. Βοήθησε αγρότες και εμπόρους. Ακόμα και οι έμποροι του νοτίου τμήματος των Κυθήρων έσπευσαν και νοίκιασαν καταστήματα, για να τα λειτουργούν μόνο μια μέρα την εβδομάδα. Τόσο προσοδοφόρο ήταν. Αυτά τα οφέλη είδε ο δραστήριος και φωτισμένος Επίσκοπος των Κυθήρων, Ευθύμιος Καββαθάς και ευλόγησε το Παζάρι.
Σήμερα που αναμοχλεύεται το θέμα του, πρέπει να ανιχνευθούν οι συνθήκες που το δημιούργησαν και το μακροημέρευσαν. Με όμοιες συνθήκες πρέπει να προσβλέπουμε στη συνέχισή του. Δηλαδή να εξακολουθούν όλοι οι Κυθήριοι παραγωγοί να διαθέτουν τα προϊόντα τους, δίχως μεσάζοντες. Και όταν λέμε όλοι… να το εννοούμαι. Ό,τι παράγεται από τη γη μας, μα και τα προϊόντα που απαιτούν κατεργασία μεταποίησης, φυσικά και αυτά που με τα χέρια κατασκευάζονται, όπως είδη λαϊκής τέχνης, χρηστικά σκεύη και εργαλεία. Όλα, δίχως εξαιρέσεις. Τα ζητήματα που ανακύπτουν στις κοινωνίες, ιδιαίτερα τα μεγάλα, όπως αυτό του Παζαριού, λύνονται με διάλογο και συνεννόηση. Όσοι χρήζουν τον εαυτόν τους παντογνώστη και προβαίνουν σε μονόπλευρες ενέργειες, δυστυχώς, ακόμα και καλές να έχουν προθέσεις, δεν ωφελούν τον τόπο. Καλό είναι και να μελετούν και να αφουγκράζονται τον τόπο.
«Τα εμπορεύματα που έφταναν στον Ποταμό ήταν μοναδικά για το νησί κι έτσι συνέρεε ο κόσμος από τ’ άλλα χωριά για να ψωνίσει. Με τα πόδια ή τον γάιδαρο η μετάβαση αυτή δεν ήταν εύκολη, γιατί έπρεπε να ξοδευτεί ολόκληρη η μέρα και τέτοια πολυτέλεια ο καθημερινός μόχθος για τον επιούσιο δεν επέτρεπε. Οι Κυριακάδες, όμως, από τότε ήταν πιο ελεύθερες. Έτσι κάθε Κυριακή, άφεγγα, ξεκίναγαν οι χωρικοί από τα μέρη τους και ανηφόριζαν στον Ποταμό για ν’ αγοράσουν τα λίγα απαραίτητα που τους έλειπαν. Σύντομα, όμως, κατάλαβαν ότι ευκολότερα και ακριβότερα πωλούνται όσα από την λιγοστή παραγωγή τους περίσσευαν, εκεί που ο πολύς κόσμος μαζεύεται. Στον ερχομό, λοιπόν, οδοιπορούσαν, γιατί οι γάιδαροι ήταν φορτωμένοι με της Τσιριγώτικης γης τα γεννήματα, μα καβάλα και ανάλαφροι γύριζαν στα κονάκια τους, γιατί είχαν ξεπουλήσει ότι με τον ιδρώτα τους πότισαν και βλάστησε.
Άστεγοι οι χωρικοί, με τα εγχώρια προϊόντα, φιλοξενούνταν πρόσχαρα από την πλατεία και γύρω τα μαγαζιά με τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Αρμονική συνύπαρξη. Χωρίς ανταγωνισμούς και κλυδωνισμούς, η πλατεία εξέθρεψε το Κυριακάτικο παζάρι του Ποταμού, που ώθησε σε οικονομική ανάπτυξη τους εμπόρους και τον τόπο και πρόσφερε ανάσες πνοής στους φτωχούς αγρότες. Παράλληλα η πλατεία, τόπος συναναστροφής και φυγής από την καθημερινότητα, συνέβαλε να διατηρήσει η έβδομη ημέρα της εβδομάδας, παρά τον μόχθο και την οδοιπορία, την ιδιαιτερότητα της «Αργίας». Και όλα αυτά κάτω από το ιλαρό βλέμμα της Κυράς Παναγιάς που καμάρωνε, γιατί πρώτη διάλεξε και κατοίκησε αυτόν τον τόπο. Οι Ποταμίτες της χρωστούσαν χάρη κι ευγνωμοσύνη.» (Στη φωτογραφία μια από τις πιο παλιές φωτογραφίες της πλατείας του Ποταμού, χωμάτινη ακόμα και με τον “Παντοκράτορα” στο βάθος. Ο πολύς κόσμος μαρτυρά γιορτινή ημέρα.)
Του Κοσμά Μεγαλοκονόμου