Ο Γιάννης Μερτζάνης Σταυρακάκης, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την αγάπη του, για το πάθος του όπως λέει, στο οποίο είχε στυλοβάτη δάσκαλο και ίνδαλμα τον παππού του Μανόλη. «Από μικιό κοπέλι με είχε μαζί του, βοσκούσα, μάθαινα να τυροκομώ, σιγά σιγά συνειδητοποιούσα ότι γινόμουν ένα με τη φύση, με τη γη».
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ανώγεια, δεν έφυγε ποτέ από τον τόπο του, για τον οποίο δηλώνει, όχι μόνο θαυμαστής, αλλά «…δεν θέλω με τίποτα να αλλάξει κάτι στα Ανώγεια. Δεν θέλω να πατήσει το πόδι της η σύγχρονη ζωή και όλα όσα κακά κουβαλάει, διότι φοβούμαι μην και μας χαλάσουν τον τόπο μας». Μεγαλωμένος με τέσσερα αδέρφια στην πατρική του οικογένεια, ερωτεύτηκε μικρός και στα 21 χρόνια του έκαμε τη δική του οικογένεια έχοντας σήμερα δύο παιδιά «…τα οποία όμως δεν θα αφήσω μόνα τους, θα τους κάμω κι άλλα αδέρφια». Κτηνοτρόφος που έχει το κοπάδι του στο Οροπέδιο της Νίδας, ο Γιάννης Σταυρακάκης, ξυπνάει κάθε ξημέρωμα και ξεκινάει την ενασχόληση του με όσα είναι απαιτητά από τη δύσκολη ζωή της κτηνοτροφίας. «Ξεκινάω να δουλεύω από τις 6 το πρωί και σταματώ στις 7 το απόγευμα. Είναι δύσκολη η ζωή μας, αλλά όταν το αγαπάς, όταν έχεις πάθος και αντιμετωπίζεις τα ζωντανά σου ως να ήταν παιδιά σου, τότε η κούραση καταλαγιάζει και δε σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου».
Εξιστορώντας μας πώς του μπήκε η ιδέα να κάμει το δικό του τυροκομιό, λέει πως: «Βλέποντας ότι ο συνεταιρισμός που είχαμε στα Ανώγεια παρέμενε κλειστός και κανείς δεν εξυπηρετούσε τον τόπο μου και τους Ανωγειανούς, αποφάσισα παρά τις όποιες γνώσεις μου να πάω σε μία σχολή στο Ρέθυμνο, στην πόλη, για να μάθω περισσότερα μυστικά. Είχα την εμπειρία, πήρα και παραπάνω γνώση, τα χώνεψα όσα μου μάθανε καλά και χωρίς καμία βοήθεια, από πουθενά, μήτε την πολιτεία, γιατί φυσικά δεν ζήτησα, ξεκίνησα και έστησα σε έναν χώρο του σπιτιού μου, μία οικοτεχνία. Με βασικό όπλο την καθαριότητα, που είναι αναγκαία σε ένα τυροκομείο και από την άλλη το καλό χέρι, όπως λέμε για την τυροκόμηση, έκαμα το Σταυρό μου και ξεκίνησα».
Στα 24 του χρόνια, ως ο πιο νέος τυροκόμος, ξεκίνησε καταφέρνοντας να ξεκλέψει την εμπιστοσύνη των συγχωριανών του, με αποτέλεσμα να προμηθεύει τα Ανώγεια με γραβιέρα, ανθότυρο, μυζήθρα και όπως μας είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σιγά σιγά θα παράγει και φέτα. «Η παραγωγή μου είναι μικρή, ίσα για τα Ανώγεια, αλλά δεν με ενδιαφέρει να ανοιχτώ. Σιγά, σιγά, εκεί με το καζανάκι μου προσπαθώ να είμαι ποιοτικός, σωστός και οι συντοπίτες μου να έχουν καλή κουβέντα για μένα και τα τυροκομικά μου. Όταν πήρα την απόφαση για την οικοτεχνία, η βασική μου σκέψη ήταν να μη χαθεί το προϊόν αυτό από τα Ανώγεια. Έχω μικρή παραγωγή αλλά όλα είναι από το δικό μου πρόβειο γάλα. Σχεδόν κάθε μέρα τυροκομώ και πραγματικά, όταν είμαι στο καζάνι και στο χώρο ωρίμανσης, νιώθω πολύ χαρούμενος». Τον ρωτήσαμε ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε: «Το μόνο πρόβλημα στην τυροκόμηση είναι η καθαριότητα… Άμα την προσέχεις και είσαι συνεπής, όλα τα άλλα πάνε μόνα τους. Μεράκι, υπομονή πάνω από το καζάνι και να μη φοβάσαι τη δουλειά. Δόξα τω θεώ, πότε με βοηθάει ο πατέρας, πότε ο αδερφός μου, αλλά η μεγαλύτερη υποστήριξη είναι, ότι οι Ανωγειανοί ενδιαφέρονται να πηγαίνω καλά».
Δεν έχει όνειρα όπως μας είπε, διότι δεν θέλει μεγαλεία και να τρέχει πίσω από τρελούς στόχους. «Να μεγαλώσω τα κοπελάκια μου, την οικογένεια μου, να μην τους λείπει τίποτα και να τα καταστέσω. Να περνούμε τη ζωή μας απλά, ανθρώπινα, με αγάπη. Εμένα ο παράδεισος μου είναι αυτά τα 55 τ.μ. οπότε όλα καλά. Βγαίνω τη βόλτα μου ακούω τα μπράβο, θωρώ και τους συνομήλικους μου που αγωνίζονται, προσπαθούν, γελούν είναι καλά, μέσα στα τόσα προβλήματα του κλάδου και λέω πως τελικά, αυτός ο τόπος, έχει μεγάλη ευλογία. Ίσως από κει πήρα και τη δύναμη χωρίς καμία υποστήριξη να ξεκινήσω. Δεν ήθελα να μπουν στα πόδια μου, ξένα χρήματα. Άσε που πιστεύω αυτό που λέγανε οι παλιοί μας, αμοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα…». Άμα βέβαια χρειαστεί στο μέλλον, κι αν δεν γίνεται αλλιώς, όπως μας είπε, μπορεί να αναζητήσει κάποιο πρόγραμμα «…το οποίο όμως θα είναι για να επιβραβεύσει επί της ουσίας τον αγώνα μου και να είναι σα να μου λένε, προχώρα Γιάννη, μεγάλωσε την παραγωγή σου και την οικοτεχνία σου. Διότι να σου πω, δεν θέλω ο γιος μου να ασχοληθεί με τη βοσκική. Είναι πολύ δύσκολά. Αλλά με την τυροκόμηση θα ήθελα να ανακατευτεί, να του αρέσει, να είμαστε μαζί».
Δεν κάνει μεγάλες γραβιέρες, μόνο μικρά κεφαλάκια γραβιεράκια, κεφαλοτύρια, οπότε η ωρίμανση τους, παίρνει περίπου τρεις μήνες μέσα στο θάλαμο ωρίμανσης. «Εμένα το σήμα μου, είναι το πρόσωπο του παππού τού Μανόλη που μου έμαθε τα πάντα κι από κάτω το παρατσούκλι του ΜΕΡΤΖΑΝΗΣ. Θέλησα να τον τιμήσω και να μη σβήσει ποτέ η μορφή του από τη ζωή μου. Αυτό μου πρότεινε κι ο νονός μου ο Παπαντρέας ο Κεφαλογιάννης. Μου είπε, μην ψάχνεις σήματα και βλακείες. Βάλε για σήμα σου ό,τι έχεις μέσα στην ψυχή σου και το μυαλό σου. Έτσι ο παππούς είναι παρών… και χαίρεται που βλέπει ότι έχω τα τυράκια μου σαν τα κοπελάκια μου». Μας μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις δυσκολίες που έχει η κτηνοτροφία, που όπως μας είπε περνάει δύσκολες εποχές, «…μας έχουν καταντήσει. Αυτή είναι η λέξη. Εγώ δεν ακούω μπλιο κανέναν τους. Είναι τόσο δύσκολες οι εποχές, οι τιμές στις τροφές και γενικά το κόστος είναι δυσβάσταχτο. Έφτασε η γραβιέρα να πωλείται 16 μέχρι και 19 ευρώ. Μεγάλη αύξηση. Όλα στα ύψη και η ζήτηση στα χαμηλά της. Τι θέλουν και ποιοι, να καταφέρουν τι, δεν ξέρω. Οι ανθρώποι το ένα κιλό τυρί το κάνουν τέσσερα κομμάτια για να αγοράσουν τα 250 γραμμάρια». Μας καυτηρίασε επίσης, το γεγονός ότι υπάρχουν τυριά που τα φτιάχνουν με σκόνες: «Τι πράματα είναι αυτά. Άμα δε φας, να νιώσεις τη γεύση, να σου μείνει ακόμα και μία ώρα μετά μέσα στο στόμα, να το ευχαριστηθείς, δεν έχει καμία αξία. Πώς σπρώχνουν αυτή τη σκόνη στους ανθρώπους δεν μπορώ να το καταλάβω. Είμαι κατά και το φωνάζω κιόλας. Φαντάσου ότι για ένα κιλό γραβιέρα χρειάζεται να βάλω 4,5 με 5 κιλά γάλα. Ναι, μα δεν το λυπούμαι γιατί ξέρω τι θα προσφέρω και ότι είναι τίμιο και σωστό. Έχω τα έξοδα μου αλλά δεν θα κάτσω να κοροϊδέψω τους ανθρώπους. Αυτό μας έμεινε αδερφέ, μόνο αυτό. Να περπατούμε ντρέτα ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Ίσως γι΄ αυτό τον αγώνα μου, γι΄ αυτό το πιστεύω μου, χτύπα ξύλο, δεν έχω πετάξει ούτε γραμμάριο από αστοχία στην παραγωγή μου. Ούτε μία φορά δεν μου χάλασε το τυρί στο καζάνι».
Μιλώντας μας για τα Ανώγεια το βλέμμα του γίνεται πιο έντονο… «Ο τόπος μας είναι ένας ιδανικός προορισμός για να μείνεις, να ξεκουραστείς μέσα στα βουνά, τη φύση, να ακούσεις τη λύρα, το μαντολίνο, τις μαντινάδες, να κλείσεις τα μάτι σου, να πεις, όμορφη που είναι η ζωή. Εμείς για αυτό το λόγο δε φεύγουμε από παέ. Κάθε δυσκολία περνάει όταν βάλεις μέσα σου αυτόν τον τόπο. Είμαστε ντόμπροι, το κυριότερο φιλόξενοι, πολύ κοινωνικοί, γι΄ αυτό σου λέω, δε θέλω να αλλάξει τίποτα μα τίποτα. Το σημαντικότερο φίλε μου, είναι να υπάρχουν καλοί ανθρώποι και να τους κάνεις παρέα. Τα άλλα όλα λύνονται είτε έτσι είτε αλλιώς».
Μέσα σε όλα τα αισιόδοξα που μας έδωσε με το λόγο του ο νεαρός τυροκόμος κτηνοτρόφος Γιάννης Μερτζάνης Σταυρακάκης, αλλά και την οπτική του για τη ζωή, υπάρχει όπως μας είπε κάτι που τον στενοχωρεί: «Πιστεύω ότι τα παιδιά μας τυραννιούνται. Τους έχουν φορτώσει πολλά και κατά τη γνώμη μου δεν είναι ουσιώδη. Αν και δεν ήμουν από τους καλύτερους μαθητές, αυτό που βλέπω σήμερα να επικρατεί είναι ότι τα παιδιά πάνε σχολείο αλλά δε μαθαίνουν όσα μαθαίναμε εμείς. Πάνε στο σχολείο, κρατούνε τηλέφωνα, μιλούνε σα να είναι στο σπίτι τους. Δεν υπάρχει σέβος στους δασκάλους, έχει χαθεί και νομίζω ότι τα κινητά θα κάμουν τα παιδιά μας άχρηστα. Εμείς προσπαθούμε εδώ στα Ανώγεια να κρατήσουμε την οικογένεια ψηλά. Μιλώ με τους συνομιλήκους μου και συμφωνούμε σε αυτό όλοι μας. Μικροί παντρευόμαστε, οκ, αλλά μη θαρρείς ότι δε βλέπουμε τα ξέτελα όταν υπάρχει αδιαφορία μέσα στην οικογένεια. Οπότε φίλε μου, ο καθείς κι απάνω του».
Κλείσαμε την κουβέντα μας στέλνοντας ένα μήνυμα ο Γιάννης Σταυρακάκης, με τον αέρα του Ψηλορείτη, αν και νεαρός, σε όλα τα παιδιά. «Βρείτε μία εργασία, να βγάνετε τίμια το ψωμί σας. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Αλλά άμα δεν κάθεσαι, δουλειά θα βρεις κι αν την αγαπήσεις όλα θα σου πάνε καλά. Όλα βγάζουν άμα τα αγαπάς. Αυτό ξέρω, αυτό είδα, αυτό κάνω».