Τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα (1386-1797) γνώριζαν ήδη την ιταλική όπερα από το 17ο αιώνα όταν το μελόδραμα αναπτύσσεται στην ιταλική χερσόνησο ως μία παρεξηγημένη ερμηνεία του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.
Η ιταλική όπερα και το σύγχρονο μελόδραμα με θέμα το 1821
Ο 19ος αιώνας, όταν η Ελλάδα είναι το πρώτο εθνικό ευρωπαϊκό κράτος, τότε με το ελληνικό μελόδραμα γίνεται η μεγάλη ακμή του αστικού πολιτισμού της νέας βαλκανικής χώρας. Οι όπερες έχουνε συχνά θέμα πρόσωπα από την Επανάσταση, καθώς οι Επτανήσιοι συνθέτες από την Κεφαλονιά ο Νικόλαος Τζαννής-Μεταξάς και οι Ζακυνθινοί Φραγκίσκος Δομενεγίνης και ο Παύλος Καρρέρ συνθέτουνε λυρικά έργα για τον Μάρκο Μπότσαρη που γίνεται ήρωας. Ειδικότερα, ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης γράφει τη μουσική για το «Μάρκο Μπότσαρη» σε libretto Γεωργίου Λαγουϊδάρα και την όπερα «Δέσπω, η ηρωίς του Σουλίου» σε libretto του Ιουλίου Τυπάλδου. Ο Παύλος Καρρέρ εμπνευσμένος από όλο το φάσμα του Αγώνα γράφει τέσσερις όπερες για το 1821 με αναγωγή στον κλασικισμό «Μάρκος Μπότσαρης», «Κυρά Φροσύνη», «Δέσπω» και «Μαραθών Σαλαμίς» από το 1861 έως το 1888.
Ο Verdi είναι ο γενάρχης του ρομαντικού ιταλικού μελοδράματος, που ανεβαίνει στη νεοσύστατη ελληνική σκηνή την περίοδο του όψιμου ρομαντισμού για την Ευρώπη στο νέο Ωδείο Αθηνών (1871), μαζί με τη γαλλική οπερέτα, ένα θεατρικό λυρικό είδος επίσης συγκαιρινό. Η νεόκοπη αριστοκρατία της Ελλάδας, ευθυγραμμιζόμενη με την Επτανησιακή Σχολή σε πρώην βενετικές κτήσεις εγκαινιάζει νεοκλασικά θέατρα αξιώσεων για παράδειγμα στην Πάτρα και στη Σύρο, γιατί κοινωνικά ανέρχεται όταν αποθεώνει τα εισαγόμενα ευρωπαϊκά μοντέλα ψυχαγωγίας, την όπερα και την οπερέτα, αφήνοντας το δημοτικό τραγούδι για το λαό στην ελληνικό ύπαιθρο.
Η ελληνική επαρχία, στερούμενη ανάλογων μουσικών και δραματικών ιδρυμάτων, με ελάχιστες ευκαιρίες ακρόασης ευρωπαϊκής μουσικής σε μερικές πρωτεύουσες με παραστάσεις στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στα Επτάνησα, στη Σύρο και την Αλεξανδρούπολη, αλλά κυρίως μέσα από μπάντες για όλο το 19ο αιώνα, η ύπαιθρος εγκλωβίζεται στο δημοτικό τραγούδι που τότε γίνεται περισσότερο λαϊκό και λιγότερο αριστοκρατικά αστικό.
Οι κύριες συλλογές δημοτικών τραγουδιών στα Επτάνησα
Ο πρώτος συλλέκτης Δημοτικών Τραγουδιών ήτανε ο Θεόδωρος Μανούσης από τη Βιέννη προεπαναστατικά μόλις το 1814, δυστυχώς χωρίς ποτέ να προχωρήσει σε έντυπη έκδοση, έστω αργότερα ως καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τα δημοτικά τραγούδια ως ένα μέρος της προφορικής ελληνικής παράδοσης και της κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας πρώτοι κατέγραψαν οι ξένοι μελετητές στα χρόνια της εθνεγερσίας. Στη Γαλλία, ο Claude Fauriel «Chants populaires de la Grèce moderne» (1824-1825) κάνει την πρώτη σύγχρονη έρευνα σε δύο τόμους με βάση τους Επτανήσιους, μάλιστα στο δεύτερο τόμο ο Διονύσιος Σολωμός δημοσιεύει όλο τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, ενώ στην Ιταλία ο Niccolò Tommaseo «Canti Populari Greci» (1842) και στη Γερμανία ο Arnoldus Passow «Popularia Carmina Greciae Recentioris» (1860).
Οι Επτανήσιοι είχανε ενεργό ρόλο στη διάδοση του δημοτικού άσματος το 19ο αιώνα, όπως προκύπτει από την αρχική παρισινή έκδοση του Fauriel, αλλά και από τις δύο εκδόσεις των Κερκυραίων Αντώνη Μανούσου «Τραγούδια εθνικά συναγμένα και διασαφηνισμένα» (1850) και του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος» (1852) στην Κέρκυρα, πριν την ένωση της Επτανήσου με τον ελληνικό κορμό. Πλούσιες συλλογές είναι οι δυο πλήρεις εκδόσεις που έκανε ο εισηγητής της Λαογραφίας ο Νικόλαος Πολίτης «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» (1914) και ο φιλόλογος Γιώργος Ιωάννου «Τα Δημοτικά μας Τραγούδια» (1965). Ο Γιάννης Αποστολάκης και ο Αλέξης Πολίτης ασχολήθηκαν με το κλέφτικο τραγούδι, ενώ ο Χανιώτης φιλόλογος Ερατοσθένης Καψωμένος με το ιστορικό δημοτικό τραγούδι στην Κρήτη «Το σύγχρονο κρητικό ιστορικό τραγούδι» (1979).
Σήμερα ο Γάλλος φιλόλογος και καθηγητής στη Σορβόννη ο Guy Saunier είναι εκείνος που μελετάει το δημοτικό τραγούδι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου με ανάλογες εκδόσεις για τα δημοτικά της ξενιτιάς και τα μοιρολόγια με συγκεντρωτικές εκδόσεις για τα ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια: Συναγωγή Μελετών 1968-2000» (2001).
Της Γεωργίας Τσατσάνη
Δημιουργός του άρθρου:
Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος - συγκριτολόγος