Ο Βαγγέλης Κυνηγαλάκης με καταγωγή από τα Αντικύθηρα ξεκινά το 1954 τη θητεία του στον απομονωμένο φάρο του Κάβο Μαλιά, σε ένα από τα πιο επικίνδυνα περάσματα για τα καράβια. Διαβάστε την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του τελευταίου φαροφύλακα.

Ο τελευταίος φαροφύλακας του Κάβο Μαλιά

Η καταγωγή μου είναι από τα Αντικύθηρα, το νησάκι που κοντεύει να ερημώσει τώρα.
Είχανε καταστραφεί οι φάροι με την κατοχή, τους είχανε φυλάκια οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί εκεί πέρα και τα ‘χανε σχεδόν καταστρέψει. Κι αφού απολύθηκα από στρατιώτης το 1954, έπαιρνε η υπηρεσία μας για να ξαναεπανδρώσει τους φάρους.

Εγώ αποσπάστηκα εδώ στον Κάβο Μαλιά. Ήταν ανθυγιεινός φάρος απάνω στον βοριά, τον χτύπαγε η θάλασσα, είχε υγρασία πολύ. Ήταν απομονωμένος φάρος, το πλησιέστερο χωριό ήταν τα Βελανίδια τότε. Και δεν τον θέλανε, κοιτάζανε με κάθε τρόπο να φύγουνε.

Ήρθα εδώ στη Νεάπολη με τα πράγματά μου, για να πάω στον φάρο. Δεν έβρισκα μέσο, δρόμοι δεν υπήρχαν τότε με τα χωριά και με τα αυτά. Βρήκα έναν ψαρά δω πέρα, ο οποίος ήταν από το χωριό, απ’ τον Άγιο Νικόλα, κι αυτός μου λέει: «Θα σε πάρω εγώ στον φάρο με το καΐκι».

Δεν μπορέσαμε να προσεγγίσει, γιατί είχε φουρτούνα και δεν μπορούσε να προσεγγίσει το καΐκι να με βγάλει έξω. Ξαναγυρίσαμε στον Άγιο Λία κι έμεινα δύο μέρες στον Άγιο Λία, δύο μερόνυχτα. Πήγαινα κι έστρωνα μες στην εκκλησία μία κουβέρτα και κοιμόμουνα τη νύχτα. Την τρίτη ημέρα ξεκινήσαμε και πήγαμε εις τον φάρο.

Εκεί φτάσαμε νύχτα. Εβρήκα δύο παλιούς φαροφύλακες που ήτανε, κάνανε βάρδια στον φάρο. Ο φάρος είχε δύο δωμάτια κύρια κι ένα μικρό κουζινάκι. Το κτίριο μέσα έτρεχε νερό, από την αρμύρα που είχε το τοιχίο ποτίσει και κατέβαζε νερό, δίπλα στο κρεβάτι μου έβανα ένα χαρτόνι στον τοίχο για να μην έρχεται, μουσκεύουν οι κουβέρτες μου. Δεν είχαμε θέρμανση τίποτα δεν είχαμε χώρο βοηθητικό ν’ ανάψομε μια φωτιά να ζεσταθούμε. Βρώμαγε όλο, μια μαυρίλα, ένας καπνός… τα ρούχα βρωμούσανε.

Ανάψαμε ένα μαγκάλι κάνα-δυο φορές κι ο άλλος φύλακας, που κάναμε παρέα το πήρε στο δωμάτιο του, έκλεισε και την πόρτα κι αυτός ο παλαβός. Σηκώνομαι στη μία η ώρα να του παραδώσω βάρδια, ανοίγω την πόρτα και κάνει ένα «παφ!» μόλις άνοιξα την πόρτα. Κι αυτός ξάπλα στο κρεβάτι κι είχε βγάλει αφρούς απ’ το στόμα. Ακόμα λίγο και θα πέθαινε ο άνθρωπος, είχε δηλητηριαστεί με το μαγκάλι! Τον αρπάζω και τον τραβάω έξω και τον βγάνω στην πόρτα έξω στον αέρα τον καθαρό. Σιγά-σιγά τον συνέφερα, να πούμε.
Ευθύνη ήτανε βέβαια να μη σβήσει ο φάρος. Γιατί πολλές φορές συμβαίνανε και τέτοια περιστατικά, με τον χειμώνα ιδίως που επάγωνε το πετρέλαιο, έσβηνε ο φάρος. Έπρεπε να αποκατασταθεί η βλάβη μέσα σε είκοσι λεπτά. Η περιστροφή του φάρου, γιατί επεριστρέφετο ο φάρος, κι αυτό το φροντίζαμε, να πούμε, κουρδίζουμε κάθε δυόμισι ώρες, γιατί έμενε στάσιμο σε ένα σημείο το φως κι ο ναυτικός μπερδευόταν. Έβλεπε ένα στάσιμο φως πια δεν έβλεπε του φάρου, τις αναλαμπές του φάρου, να ξέρει που βρίσκεται.
Για τον Κάβο Μαλιά, ήτανε τόσο δύσκολο πέρασμα τότε που τα πλοία αρμένιζανε με τα πανιά, με τα ιστία, δεν είχαν τα μέσα, μηχανές και τέτοια και μέχρι ο Όμηρος κι ο Στράβωνας οι αρχαίοι είχανε γράψει για τον Κάβο Μαλιά: «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε», δηλαδή «Επέρασες τον Μαλέα; Έκαμες μεγάλο κατόρθωμα. Από λάθος τον πέρασες».

Έβλεπα τ’ αλιευτικά, τότε ήταν οι ανεμότρατες που βγαίνανε και ψάρευαν στην Αφρική κάτω, περνούσαν με μεγάλες φουρτούνες και πάλευανε ώρες απ’ έξω στον φάρο, για να προχωρήσουνε από τον δυνατό αέρα. Γιατί πενταπλασιαζόταν ο αέρας στο σημείο αυτό, ήταν η διαμόρφωση του εδάφους έτσι, τα βουνά, οι πλαγιές από πάνω, ψηλά. Ο Καβομαλιάς είχε μεγάλο υψόμετρο πάνω κι όπως ήτανε οι πλάγιες, εχτύπαγε ο αέρας εκεί κι έριχνε προς τη θάλασσα, να πούμε, εξεθύμαινε προς τη θάλασσα, δεν μπορούσε να ξεθυμάνει προς το βουνό απάνω. Κι εκεί γινότανε το σώσε. Κι έβλεπες τώρα το καΐκι, με μηχανές μεγάλες κι αυτά και δεν μπορούσε να προβετζάρει, να προχωρήσει, δηλαδή, από τη δύναμη του βοριά, του αέρα. Το βάζανε στις βόλτες, γυρίζανε προς το πέλαγο, γυρίζανε προς τη στεριά και με τις βόλτες αυτές, κατόρθωνανε να περάσουν τον Κάβο όλο.

Ένας ψαράς ήρθε από δω -από την Καστανιά ήτανε- με μία βάρκα ένα βράδυ κι ήτανε μπουνάτσα ο καιρός, ωραία μέρα. Τη νύχτα όμως εκατέβηκε το καθούρι με τον βοριά και τη βροχή, ένα καθούρι. Πήγανε να φύγουνε να, εσηκώσανε το πανί, γιατί δεν είχε μηχανή η βάρκα, φύσηξε απότομα ο αέρας και τους σουβερτάρισε η βάρκα.
Αγωνιζότανε εκεί πέρα μ’ ένα ξύλο, που του ‘χε μείνει γιατί τα κουπιά όλα είχαν φύγει, τα ‘χε πάρει θάλασσα, όταν ναυαγήσανε. Και με το ξύλο αυτό, πότε από τη μια μεριά, πότε από την άλλη και το ‘βανε, ας πούμε, για κουπί, και την έφερε τη βάρκα κοντά στον φάρο. Εβγήκε εκεί πέρα αυτός έξω κι ήρθε στο φανάρι τη νύχτα δώδεκα-μία η ώρα και μου βάζει μία φωνή απ έξω: «Πνιγήκαμε!» μου λέει. Πήρα τον άλλονε μέσα, του ‘δωσα ό,τι παλιόρουχα είχα κι άλλαξε που ήτανε, σούρωνε, βρεγμένος.

Τον χειμώνα ο Θεός να φυλάει! Αντιμετώπισα μία νύχτα που μου έχει μείνει στη ζωή μου κι ακόμα βλέπω εφιάλτες. Ήτανε Φεβρουάριος μήνας, αρχές. Έπιασε μία φουρτούνα φοβερή, βοριάς, και κοπάναγε τον φάρο. Ο φάρος όταν τον χτίσανε δεν υπολογίσανε ότι μπορεί να φτάσει η θάλασσα εκεί πάνω.

Να πιάσει μία φουρτούνα, τρικυμία να βγαίνει, να βγαίνει η θάλασσα στον φάρο, να κοπανάει να πέφτουν τόνοι θάλασσα απάνω στην ταράτσα… Από την υγρασία η ταράτσα είχε σε πολλά σημεία πέσει το ταβάνι, ο σοφάς από μέσα. Τώρα, λέω, αν υποχωρήσει η ταράτσα θα με πλακώσει εδώ μέσα, θα με θάψει! Να πούμε. Να ‘ρχεται το κύμα, να μπάσει το παράθυρο με την κάσα όπως ήταν μέσα, να σπάσει ένα παράθυρο του πύργου, να μπαίνουνε τα νερά από κει, να μπαίνουνε στο δωμάτιο, να πλένε όλα τα πράγματα τώρα εκεί μέσα… δεν είχε μείνει στεγνό τίποτα. Κι εγώ με δύο σάρωθρα, με δυο σκούπες, να πολεμώ να βγάλω τη θάλασσα από την είσοδο έξω κι ώσπου να βγάλω λίγα νερά, να ‘ρχεται άλλο κύμα να μπαίνει μέσα… κόλαση. Γιατί ήταν φοβερό το σκοτάδι εκείνη τη βραδιά, ήτανε ο αέρας που ούρλιαζε, νόμιζες ότι είναι όλοι οι δαίμονες του κόσμου μαζεμένοι εκεί πέρα κι ουρλιάζουνε τη νύχτα. Βροχή, κακό… κείνη τη νύχτα τα χρειάστηκα, η μόνη φορά δηλαδή! Είπα Θεέ μου, τελείωσα! Το θυμάμαι και…

Έμεινα στον φάρο κλείστηκα εκεί πέρα, είκοσι έξι χρονών παιδί εγώ τότε, να πούμε, δεν έβγαινα έξω καθόλου. Μια μέρα μου λέει ο προϊστάμενος μου, έμενε στα Βελανίδια: «Έβγα ρε παιδί μου», μου λέει, «κι εσύ στο χωριό να σε γνωρίσει ο κόσμος. Θα σε φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι το δικό μου». Και βγήκα εις το χωριό. Ήταν η εποχή των ελιών, που μάζευανε τις ελιές.

Την τρίτη ημέρα έπιασε βροχή και πιο πέρα ήταν ένα καλύβι. Πήγα εκεί για να απαγκιάσουμε από τη βροχή. Μόλις πήγαμε στο σπιτάκι, έρχεται και μια γυναίκα μαυροφορεμένη, γερόντισσα, μ’ ένα κορίτσι. Μαζεύανε κι αυτοί ελιές. Εγώ μόλις είδα την κοπέλα, καταλαβαίνεις, δάγκωσα τη λαμαρίνα, που λένε. Αλλά δεν ήξερα τώρα ούτε πως τη λένε ούτε ποια είναι. Την κοίταζα, διακριτικά βέβαια, μέσα στο σπιτάκι που καθόμαστε.

Η κοπέλα λέει της μητέρας της:«Πάμε να φύγουμε» της λέει.

«Που θα πάμε παιδί μου», της λέει, «αφού βρέχει, θα βραχούμε;»

«Με κοιτάζει εκείνος ο ξένος και ντρέπομαι». Γιατί ήταν βρεμένη με τα ρούχα της δουλειάς.

Εγώ τη συμπάθησα με την πρώτη στιγμή την κοπέλα αυτή και λέω στον προϊστάμενο μου: «Θα πας να ζητήσεις αυτή την κοπέλα. Τη ζητάω σε γάμο, να πούμε, αν με θέλουν, να παντρευτώ». Και παντρευτήκαμε το 1961 και το ’62 απόκτησα το πρώτο παιδί, τον γιο μου.

Περάσαν τα χρόνια στον φάρο, εκσυγχρονιζόντουσαν κι οι φάροι σιγά-σιγά. Έγινε αυτόματο ο φάρος του Κάβο Μαλιά κι έδινε ρεύμα με τον ήλιο και λειτουργούσε. Κι έτσι λειτουργεί δηλαδή και μέχρι σήμερα ο φάρος αυτός.

Πήγαμε με βάρκα πρόπερσι. Ήθελε ο γιος μου να πάει, με τη νύφη μου, τα εγγόνια μου, να πάνε να δούνε τον φάρο που έζησα, που έζησε ο παππούς μου λέει, τα εγγόνια μου. Πήραμε ένα καϊκάκι από εδώ και πήγαμε, τους είπα ορισμένα πράγματα. Καθίσαμε εκεί απ έξω. Αυτά είναι, που λες.

Αφηγητής/τρια
Κυνηγαλάκης Βαγγέλης

Ερευνητής/τρια
Δελακοβία Βικτώρια

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

10 − one =