Αρχική ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Η φοινικική άρκευθος στα Κύθηρα

Η φοινικική άρκευθος στα Κύθηρα

Εικόνα 1. Άρκευθος η φοινικική στη θέση Καλάμι (φωτ. Γιώργος Μάντακας)

Άρθρο των Γεωργίου Μάντακα* και Νικόλαου Προύτσου

Juniperus phoenicea L. ή Juniperus turbinata;

Το είδος αυτό στην Ελλάδα απαντάται με τις κοινές ονομασίες: άρκευθος η φοινικική, θαμνοκυπάρισσο, άγριο κυπαρίσσι, κέδρος, ήμερος κέδρος, φίδα, βένι, αόρατος. Οι προηγούμενες ανατολικο-μεσογειακές και ελληνικές αναφορές του Juniperus phoenicea ανήκουν στην πραγματικότητα στο Juniperus turbinata με εξάπλωση από τα Κανάρια νησιά ώς τη ΝΔ Ασία, ενώ το Juniperus phoenicea με τη στενή έννοια υπάρχει στη μεσογειακή Ισπανία και Γαλλία.

Γένος Juniperus

Το γένος Juniperus είναι το δεύτερο μεγαλύτερο γένος των κωνοφόρων, το οποίο περιλαμβάνει 68 είδη ευρέως κατανεμημένα σε ημι-άνυδρες περιοχές σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλα τα είδη φύονται στο βόρειο ημισφαίριο, εκτός από ένα. Τα είδη του γένους Juniperus που φύονται στην Ευρώπη σχηματίζουν οικοτόπους που χαρακτηρίζονται ως προτεραιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Περιγραφή: Η φοινικική άρκευθος είναι θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος 4-8 μ. Η άνθηση γίνεται κατά τον Μάρτιο-Απρίλιο. Ο καρπός του, ο ραγοστρόβιλος, είναι σχεδόν σφαιρικός, διαμέτρου 0,8-1,4 εκ. Ωριμάζει το 2ο έτος από την άνθηση οπότε και γίνεται καφεκόκκινος και γυαλιστερός. Τα σπέρματα είναι 3-9.

Γεωγραφική κατανομή: Η φοινικική άρκευθος εξαπλώνεται γύρω από τη Μεσογειακή λεκάνη, από τα Κανάρια νησιά και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι τη Σαουδική Αραβία και τη χερσόνησο του Σινά. Στην Ελλάδα απαντά κυρίως στο κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας και στα νησιά του νοτίου Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Κατά κανόνα εμφανίζεται από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι τα 900 μ και στη Στερεά Ελλάδα (Ν. Φωκίδας) και σε ορισμένα νησιά μέχρι τα 700 μ (Πάρος, Νάξος, Κρήτη).

Ενδιαίτημα: Είναι είδος ανθεκτικό σε ξηρούς σταθμούς και αποτελεί τυπικό συστατικό της διάπλασης των αείφυλλων σκληρόφυλλων (μακία) στη νότια Ελλάδα. Συχνά απαντά σε παράκτιες θέσεις με αμμοθίνες, φρύγανα, υποβαθμισμένους θαμνώνες, πετρώδεις και βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές. Είναι χαρακτηριστική η δυνατότητα αποίκισης και προσαρμογής του είδους στις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες των νησιών του Αιγαίου που περιλαμβάνουν σαθρά και βραχώδη εδάφη, ξηρασία και ισχυρούς ανέμους. Υπάρχουν οικοφυσιολογικές και μορφολογικές προσαρμογές που καθιστούν την άρκευθο ανεκτική σε μεγάλες περιβαλλοντικές καταπονήσεις. Οι συστάδες και λόχμες της J. phoenicea έχουν μεγάλη σημασία για τη βιοποικιλότητα, καθώς αποτελούν βιότοπο για την πανίδα και για πλήθος χλωριδικών ειδών, πολλά από τα οποία είναι σπάνια ή ενδημικά, όπως το στενότοπο ενδημικό Viola scorpiuroides στα Αντικύθηρα. Επίσης, συχνή είναι η παρουσία προστατευόμενων ορχεοειδών και κυκλάμινων. Η εμφάνιση των αρκεύθων σε ακραία περιβάλλοντα, όπου δύσκολα προσαρμόζονται άλλα είδη φυτών, έχει ως αποτέλεσμα να βρίσκονται πολλές φορές μαζί με σπάνια και ενδημικά είδη φυτών.

Καθεστώς προστασίας – κατάσταση διατήρησης: Οι δενδρώδεις θαμνώνες με αρκεύθους, J. phoenicea, οι οποίοι δεν σχηματίζουν υψηλό δάσος, αποτελούν οικότοπο που περιλαμβάνεται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43. Ο τύπος οικοτόπου είναι ο 5210: Δενδρώδη matorrals με Juniperus spp. και περιλαμβάνει μεσογειακούς και υπομεσογειακούς σκληρόφυλλους θαμνώνες με είδη κέδρων (Juniperus spp.) σε ποικίλα υποστρώματα και σε υψόμετρα που κυμαίνονται από 100 έως και 900.

Αυτός ο ξηροθερμικός τύπος βλάστησης αποτελεί όψη της αείφυλλης σκληρόφυλλης βλάστησης.

Οικολογική σημασία: Από οικολογική άποψη οι θαμνώνες αυτοί είναι πολύ σημαντικοί, αφ’ ενός για την προσφορά ενδιαιτήματος (σε πανίδα και χλωρίδα) και αφ’ ετέρου για τη διατήρηση της ποιότητας του εδάφους (προστασία από τη διάβρωση).

Οι λειτουργίες που επιτελούν είναι πολύ σημαντικές ιδιαίτερα στα νησιά και τις υπόλοιπες νησίδες όπου δημιουργούν ένα ιδιαίτερο περιβάλλον βλάστησης στην Ανατολική μεσόγειο και στο Αιγαίο. Η σημασία τους για τη βιοποικιλότητα σε επίπεδο ειδών, βιοκοινοτήτων και τοπίου είναι μεγάλη καθώς χαρακτηρίζονται συνήθως από υψηλή χλωριδική ποικιλότητα με πολλά ποώδη φυτά που συμμετέχουν στη σύνθεση και τη δομή και συντελούν στη μωσαϊκότητα του τοπίου καθώς εναλλάσσονται με μικρά λιβάδια, φρύγανα ή ακόμη και εποχιακά τέλματα.

thamnones kythira
Εικόνα 2. Καμένοι και εναπομείναντες θαμνώνες αρκεύθου της φοινικικής γύρω από Ι.Μ. Παναγιάς της Ορφανής (φωτ. Γιώργος Μάντακας).
Εικόνα 3. Αναδάσωση μετά τη φωτιά του 2000 με φυτάρια J. phoenicea με προστατευτικούς κλωβούς για τη βόσκηση, στην περιοχή Καλάμι των Κυθήρων (φωτ. Γιώργος Μάντακας)

Χρήση: Το ξύλο των ατόμων που έχουν μέγεθος δένδρου (Εικ. 6), έχει χαρακτηριστικά «νερά», είναι σχετικά βαρύ, αρωματικό, έχει αντισηπτικές ιδιότητες και κυρίως με φυσική διάρκεια λόγω ακριβώς της αντοχής στη σήψη και στις προσβολές από έντομα και μύκητες, γι αυτό έστω και σπάνια χρησιμοποιείται για έπιπλα, εσωτερικά ντουλαπιών και εσωτερικά πάνελ. Στη χώρα μας χρησιμοποιείται ως πάσσαλος για φράκτες και άλλα γεωργικά σκεύη ή, παλιότερα, ως δομικό στοιχείο για δοκάρια στις στέγες. κ.λπ.

Απειλές: Οι ώριμες άρκευθοι απειλούνται από παράνομες ξυλεύσεις, λόγω των επιθυμητών χαρακτηριστικών του ξύλου τους, που αποτέλεσε σημαντικό δομικό στοιχείο των οικοδομών στο νησιωτικό χώρο. Η συνεχής υποβάθμιση των εδαφών και οι αντίξοες φυσικές συνθήκες, που χαρακτηρίζουν ορισμένες περιοχές, είναι η αιτία για το χαμηλό ύψος των θαμνώνων, ενώ σε άλλες περιοχές είναι αποτέλεσμα των ανθρωπογενών επιδράσεων.

Η μεγαλύτερη απειλή τους όμως είναι η σχετικά χαμηλή αναγεννητική τους ικανότητα, ιδιαίτερα μετά από πυρκαγιά, όπως στα περισσότερα είδη του γένους. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται από παρατηρήσεις και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου, όπου έχει διαπιστωθεί ότι η αναγέννησή τους είναι κατά κανόνα αρκετά χαμηλή, συγκριτικά με άλλα ξυλώδη είδη. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα είδος του οποίου η φυσική αποκατάσταση είναι δύσκολη και ιδιαίτερα μακροχρόνια ενώ μετά από πυρκαγιά η φυσική αναγέννηση είναι σχεδόν μηδενική. Η μεσογειακή ξηροθερμική καλοκαιρινή περίοδος φαίνεται να είναι καθοριστική για τη χαμηλή αναγέννηση στις αρκεύθους, η οποία επίσης ενισχύεται από την περιορισμένη διαθεσιμότητα κατάλληλων εδαφών, από την ιδιαίτερα μειωμένη βιωσιμότητα των σπόρων, εξαιτίας της μη γονιμοποίησής τους (γιαυτό παρουσιάζεται μεγάλο ποσοστό κενών σπόρων) και της προσβολής τους από έντομα και μύκητες. Η παραγωγή σπερμάτων είναι ακανόνιστη και μπορεί τα φυτά να χρειαστούν 50 χρόνια για να φτάσουν τη φυλετική ωριμότητα.

Τέλος, η αντίδρασή τους μετά από τις πυρκαγιές δεν είναι αποτελεσματική και γι’ αυτό οι προσπάθειες για τεχνητή αποκατάσταση του οικοτόπου τους μετά από πυρκαγιές είναι απολύτως αναγκαίες, παρά τη σχετική δυσκολία στην παραγωγή φυταρίων αρκεύθου. Είναι δηλαδή ένα είδος που δεν είναι προσαρμοσμένο στην εμφάνιση της πυρκαγιάς, συστατικό στοιχείο των μεσογειακών οικοσυστημάτων, γι’ αυτό χρήζουν συντονισμένων, επίπονων προσπαθειών τεχνητής αποκατάστασης.Η διασπορά των σπόρων μέσω των θηλαστικών, η οποία είναι χαρακτηριστική, είναι συχνά προβληματική επειδή εναποθέτουν σπόρους σε μη κατάλληλα μικροπεριβάλλοντα.

Εικόνα 4. Ραγοστρόβιλοι (καρποί) της αρκεύθου (φωτ.Γιώργος Μάντακας).

Κατάσταση φοινικικής αρκεύθου στα Κύθηρα

Η καλύτερη εμφάνιση της φοινικικής αρκεύθου στα Κύθηρα παρατηρείται κυρίως στις δυτικές πλαγιές του νησιού στην περιοχή Καλάμι (Εικ. 1) ώς γύρω από το μοναστήρι της Παναγίας της Ορφανής (Εικ. 2). Εκεί υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών και πυκνών αείφυλλων σκληρόφυλλων θάμνων που χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία του είδους Juniperus phoenicea και δευτερευόντως από πουρνάρι και σχίνο στα ψηλότερα ή μυρτιά και φυλλίκι στα χαμηλότερα. Στις πιο υγρές θέσεις υπάρχουν και άτομα Κρητικού σφενταμιού. Άλλα θαμνώδη είδη γύρω από την περιοχή της Παναγίας της Ορφανής είναι τα αναρριχώμενα αγιόκλημα και αρκουδόβατος.

Εικόνα 5. Εναπομείνασες συδενδρίες J. phoeniceae στην περιοχή Λιμνιώνας μετά τις πυρκαγιές του 2000 και 2007 (φωτ. Γιώργος Μάντακας).

Στις καλά αναπτυγμένες αυτές κοινότητες με Juniperus phoenicea η κάλυψη φθάνει το 100% και το ύψος των φυτών τα 2 ή ακόμα και τα 3 ή και 5μ, όταν πλέον παίρνουν δενδρώδη μορφή Οι συμπαγείς αυτές μορφές είναι περισσότερο απομακρυσμένες από περιοχές με ανθρώπινη δραστηριότητα. Η παραπάνω βλάστηση με τις αρκεύθους ξεκινάει από τις δυτικές απόκρημνες πλαγιές ώς τα 250 μ. Μπορούν να παρατηρηθούν και σε πλαγιές με έντονη κλίση (60- 70%). Όπου η βλάστηση έχει καταστραφεί ή υποβαθμιστεί αναπτύσσονται διάφορα φρύγανα ή ποώδη είδη. Τόσο στην πυρκαγιά του 2000 όσο και του Αυγούστου του 2017 κάηκε ένα μέρος του δάσους αυτού (Εικ. 2). Οι προσπάθειες αναδάσωσης που έγιναν ήταν ιδιαίτερα επίπονες (Εικ. 3) αλλά μέχρι τώρα φαίνεται να αποδίδουν.

Εικόνα 6. Δενδρώδες άτομο J. phoeniceae μεγάλης ηλικίας με χονδρό κορμό στην περιοχή Καλάμι (φωτ. Γιώργος Μάντακας)

Νοτιοδυτικά του Μυλοποτάμου, στην περιοχή Λιμνιώνας, υπήρχε έκταση από τέτοιους θαμνώνες. Η πυρκαγιά που σημειώθηκε τον Αύγουστο 2000, όταν καήκαν 1.372 εκτάρια, κατέκαψε ικανή έκταση από θαμνώνες φοινικικής αρκεύθου. Μετά και από άλλη μικρότερη πυρκαγιά το 2007 το αποτέλεσμα μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν, είναι να έχει εξαφανιστεί ουσιαστικά ο οικότοπος με εξαίρεση ελάχιστες κηλίδες (Εικ. 5) και λίγα άτομα που φυτεύτηκαν σε συδενδρίες μετά την πυρκαγιά. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για την ανασύσταση του οικοτόπου της φοινικικής αρκεύθου στο Λιμνιώνα, ενός είδους του οποίου η αποκατάσταση, όπως αναφέρθηκε, είναι δύσκολη, μακροχρόνια και επίπονη. Οι προσπάθειες αυτές όμως αφορούν ένα πολύτιμο ξυλώδες, θαμνώδες ή και δενδρώδες, είδος που προσαρμόζεται άριστα στις δύσκολες εδαφικές και καιρικές συνθήκες, όχι όμως και στην πυρκαγιά.

Βιβλιογραφία

Αγγελίδης Χ, Γεωργιάδης Ν, Κορδοπάτης Π, Πορτόλου Δ, Τσιόπελας Ν (2017) Καταγραφή και Αξιολόγηση του Φυσικού Περιβάλλοντος Κυθήρων και Αντικυθήρων. Αθήνα: Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο – Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.

Γιαννίτσαρος Α. Γ. (1969). Συμβολή εις την Γνώσιν της Χλωρίδος και Βλαστήσεων της Νήσου των Κυθήρων. Διδακτορική Διατριβή. Φυσικομαθηματική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Παυλίδου Ελένη (2016) Περιβαλλοντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την εξάπλωση των θαμνώνων της φοινικικής αρκεύθου (Juniperus phoenicea L) στη Βορειοανατολική Αττική. Διπλωματική εργασία. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Dimopoulos P, Raus Th, Bergmeier E, Constantinidis Th, Iatrou G, Kokkini S, Strid A, Tzanoudakis D (2013). Vascular plants of Greece: An annotated checklist.Supplement – Berlin: Botanischer Garten und Botanisches Museum Berlin Dahlem; Athens: Hellenic Botanical Society

* Ο Γεώργιος Μάντακας είναι δασολόγος, ειδικός επιστήμονας στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντωντου Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «ΔΗΜΗΤΡΑ»

Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το περιοδικό «Η ΦΥΣΗ» της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ  (Τεύχος 160), που κυκλοφορεί με το αφιέρωμα:  «Το ταξίδι για την αναγέννηση των Κυθήρων»

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

1 × 1 =

Exit mobile version