Παγωμένη η Σμύρνη την εβδομάδα που πέρασε. Παγωμένη από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Παγωμένη κι από τα μαντάτα με τους χιλιάδες νεκρούς στα τουρκοσυριακά σύνορα. Δεν είναι δα και πολύς καιρός που θρήνησε και αυτή νεκρούς από μεγάλο σεισμό.
Ετούτη η παγωνιά φαίνεται στο πολύβουο άλλες μέρες Κόρντον, το Ρωμαίικο Κορδόνι, στην ιστορική για τη μοίρα του Ελληνισμού παραλία της πολιτείας. Εκεί όπου το ρακί άλλες μέρες έρεε άφθονο σε απόδειξη για τους κρατούντες στην Άγκυρα ότι «η Σμύρνη παραμένει άπιστη (γκιαούρ Ιζμίρ)».
Ανηφορίζεις έναν από τους κεντρικούς δρόμους που χαράχτηκαν πάνω στα ερείπια της καμένης το 1922 Σμύρνης και φτάνεις στο Μπασμανέ. Την άλλοτε πολυπολιτισμική γειτονιά πίσω από το σταθμό του τρένου, το κτίριο που έχτισαν (και εκμεταλλεύτηκαν μαζί με τους σιδηροδρόμους έναντι χρεών) οι Σύμμαχοι της Υψηλής Πύλης στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα παλιά ερειπωμένα σπίτια, ρωμαίικα, τούρκικα, εβραϊκά και φραγκολεβαντίνικα, που σώθηκαν από τη φωτιά, εκεί στα απομεινάρια της μπελ επόκ μεγαλούπολης, μαζί και στα παλιά ξενοδοχεία της οτελέρ σογκατζί (του δρόμου με τα ξενοδοχεία) που είχε φτιαχτεί για τους επιβάτες του σταθμού, συναντάς εκατοντάδες Αφρικανούς. Άνδρες και γυναίκες και παιδιά. Τα τελευταία τρέχουν στα σοκάκια αναζητώντας μια ψευδαίσθηση παιδικότητας. Οι γυναίκες ψάχνουν ένας Θεός ξέρει τι, κάποιες από αυτές κατηφορίζουν τα βράδια στον κεντρικό δρόμο για ένα μεροκάματο σε πρόχειρους οίκους ανοχής και δαύτοι σε παλιά ετοιμόρροπα σπίτια. Κι οι άνδρες «οργώνουν» τα πάντα. Αναζητώντας τρόπο να μαζέψουν τα 500-700 ευρώ που χρειάζονται, όσα απαιτούνται για το ταξίδι της ζωής τους. Το πέρασμα στα νησιά, το πέρασμα στην Ευρώπη…
Ανάμεσα τους κυκλοφορούν κι οι δουλέμποροι. Κι οι φτωχοδιάβολοι, πολλοί από τους οποίους πρόσφυγες από τον τελευταίο πόλεμο της Μέσης Ανατολής που ξέρουν τα κατατόπια και λειτουργούν έναντι αμοιβής 100 ευρώ ως μεσάζοντες με τα κυκλώματα διακίνησης.
Εκεί στο Μπασμανέ στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και ιδιαίτερα από το 2015 και μετά άνθισε το εμπόριο ανθρώπων. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, Σύροι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, απάγκιασαν περιμένοντας, ψάχνοντας και αυτοί τρόπο να περάσουν στην Ευρώπη. Με την ανοχή του κράτους (ενίοτε και με τη συμμετοχή στελεχών του στο αλσιβερίσι) που η αγορά του τζιράριζε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό πολλαπλάσιο από αυτό που η Ευρωπαϊκή Ένωση του έδινε για να συμμαζέψει την κατάσταση.
Στα ανηφορικά δαιδαλώδη σοκάκια της γειτονιάς, στα βρώμικα κι ετοιμόρροπα σπίτια του Μπασμανέ στεγάστηκε και ξεπουλήθηκε για να επιβιώσει και να τα καταφέρει να περάσει στη γη της επαγγελίας η προσφυγιά του πολέμου στη Συρία.
Και τώρα, σα να μην άλλαξε τίποτα εξόν από το χρώμα των ανθρώπων που ζουν σε ετούτα τα σπίτια, συναντάς Αφρικανούς. Θαρρείς και άδειασε η μαύρη ήπειρος στη Σμύρνη.
Σκοπός κι αυτών να περάσουν στα νησιά, κι από εκεί στην άλλη Ευρώπη. Ο δρόμος σε φέρνει έξω από ένα σπίτι που το θυμάσαι από παλιότερες δημοσιογραφικές αναζητήσεις. Το σπίτι είναι άδειο, πουλιέται ακόμα. «Οκτώ χρόνια πουλιέται» σκέφτεσαι.
Θυμάσαι το τότε ρεπορτάζ. Λέξη- λέξη τα ίδια με τότες. Τίποτα δεν άλλαξε. Βάρκες με κόσμο που πηδά και πνίγεται στη θάλασσα, και στην ακτή ο Αϊλάν. Ο πιτσιρικάς που πνίγηκε στο Κουσάντασι κι έγινε σύμβολο, μα πάει ξεχάστηκε και αυτός. Η ζωγραφιά ήταν του Μουχαμέτ, δασκάλου από το Χαλέπι. Πού να βρίσκεσαι ρε Μουχαμέτ. Σε ένα βομβαρδισμό είχε χάσει τα δυο από τα τρία παιδιά του. Τα έθαψε μαζί με το ένα πόδι που ‘χε χάσει η γυναίκα του σε αυτόν το βομβαρδισμό. Με αυτήν και το τρίτο τους παιδί, φτάσαν στη Σμύρνη. Εκεί, στο ερειπωμένο σπίτι του Μπασμανέ ζωγράφισε τον πόνο του.
Τώρα στο σπίτι μένουν Αφρικανοί. Τα βράδια ζεσταίνονται καίγοντας χαρτόκουτες. Δεν είναι λίγα τα σπίτια που καήκαν έτσι. Όπου πας μυρίζει καμένο.
Φοβούνται πολύ ετούτοι ο άνθρωποι σαν τους μιλάς. Κάποιοι σου λένε πως ήρθαν στην Τουρκία για διακοπές με τις πτήσεις του τούρκικου αερομεταφορέα, οι γυναίκες τρέχουν να κρυφτούν, σε ρωτάνε αν είσαι αστυνομικός, σκαρφίζεσαι χίλια μύρια για να πιάσεις μαζί τους κουβέντα.
Ο Ρόμπι είναι 26 χρονών. Λέει ότι τον λένε Ρόμπι. Ήρθε από τη Σομαλία στην Κωνσταντινούπολη. Κι από εκεί πέρασε στη Σμύρνη. Μέχρι εδώ έφτασαν όσα λεφτά είχε μαζέψει πουλώντας ακόμα και το χωράφι του «πίσω». Ένα χρόνο τώρα μαζεύει χαρτί και αλουμίνιο από τα σκουπίδια. Μένει σε ένα από τα σπίτια της παλιάς γειτονιάς με άλλους 20. Του ζητάς να σε πάει στο σπίτι του. «Θα με διώξουν αν σε πάω» λέει. Πληρώνει 20 λίρες τη μέρα για να μείνει σε αυτό το σπίτι. Πάει να πει, κατά τι λιγότερο από ένα ευρώ. Αποταμιεύει άλλα τόσα για να μαζέψει τα 500 ευρώ που χρειάζονται «για να περάσει». Σε ενάμιση χρόνο πιστεύει ότι θα τα έχει καταφέρει. Και μετά; «Μετά θα δώσει ο Θεός να πάμε παρακάτω» λέει.
Τι τρώει; «Ό,τι βρω…» σου απαντά. Ό,τι βρει, ό,τι του δώσουνε. Ό,τι περισσέψει κι ανακαλύψει στους κάδους απορριμμάτων που ψάχνει για χαρτιά και αλουμίνια.
Στον δρόμο της «αγοράς» του Μπασμανέ οι κάθε λογής Αφρικανοί σαν τον Ρόμπι τρομάζουν όταν δουν φωτογραφική μηχανή. Τρομάζουν κι οι Τούρκοι. Χώνονται στα μαγαζιά οι πρώτοι, σε αγριοκοιτάζουν οι δεύτεροι.
Σε μια αλάνα, μια ομάδα Αφρικανών κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο συζητάνε. Δυο γυναίκες κουβαλάνε καφάσια με πορτοκάλια. Και μια τρίτη σηκώνει ένα χάρτινο σακί με μακριές φρατζόλες ψωμιού.
Ο Χασάν, μαθαίνεις στη γωνιά, στο μαγαζί που πουλάει τρόφιμα, είναι ένας από τους εμπόρους της ελπίδας των Αφρικανών. Στο μαγαζί του, που μπαίνεις για να αγοράσεις δήθεν ένα μπουκάλι νερό, προσέχεις πάνω στο τραπέζι τρία κινητά τηλέφωνα. Εργαλεία για το κλείσιμο δουλειών. Μόλις φτάσει η βάρκα στους 50 «επιβάτες» ξεκινά. 25.000 ευρώ βγάλε το κόστος, είναι δεν είναι 500 για τη βάρκα και την μιας χρήσης εξωλέμβια μηχανή, βγάλε και τρία τέσσερα χιλιάρικα για όσους κάνουν τα στραβά μάτια, κοντά στα 20 χιλιάρικα είναι κέρδος…
Πια ούτε τα ψεύτικα σωσίβια δεν δίνουν σε όσους τολμάνε το πέρασμα στο Αιγαίο.
Περνάς φεύγοντας έξω από το φούρνο του Γιουσούφ. Στα χρόνια τήης μεγάλης κρίσης στο τζάμι του είχε μια επιγραφή που έλεγε «Βάλε και εσύ ένα ψωμί, για να μην πεινάσει κανείς». Οι Τούρκοι αγόραζαν το ψωμί τους και άφηναν και ό,τι μπορούσαν ή ό,τι ήθελαν για ένα καρβέλι ψωμί για τους πρόσφυγες. Έφαγε πολύς κόσμος ψωμί, τότες.
Τώρα δεν έχει πια χαρτί στο τζάμι. Τον Γιουσούφ δεν τον είδες. Κάποιοι σε κοίταξαν και λίγο άγρια σαν ρώτησες πού είναι. Δυο Αφρικανοί ξεφόρτωναν πυρήνα… Το φρεσκοψημένο ψωμί δεν μύριζε τόσο όμορφα όσο τότες.
Άρχισε να ρίχνει χιονόνερο. Στα ερειπωμένα σπίτια στο Μπασμανέ τής Σμύρνης με τους Αφρικανούς που περιμένουν να περάσουν στα νησιά τούτος ο καιρός ισοδυναμεί με εφιάλτη.
Το σπίτι που βλέπεις μπροστά σου κάτι σου θυμίζει. Το είχες ξαναδεί πριν οκτώ χρόνια, ε; Μια βαριά μαντεμένια πόρτα, ΜΧΤ 1900 γράφει. Οκτώ χρόνια δεν άλλαξε τίποτα. «100 χρόνια που φύγανε οι κύρηδες του δεν άλλαξε τίποτα» σκέφτεσαι.
Στο Μπασμανέ, προσπαθώντας να καταλάβεις το μπερδεμένο κουβάρι της μετακίνησης των ανθρώπων, πολλά χρόνια τώρα.
του Σ. Μπαλάσκα